
Έρευνες από την σκοπιά της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης έχουν δείξει ότι ακόμη και μετά την αλλαγή του σχολικού περιβάλλοντος το μορφωτικό κεφάλαιο της οικογένειας παρέμεινε ο ισχυρότερος επικαθοριστικός παράγοντας της επίδοσης του μαθητή.
Ορισμένες έρευνες όμως είχαν και ένα απροσδόκητο εύρημα που σχηματικά αποκλήθηκε από τους ερευνητές “the frog pond effect”: ορισμένοι από τους μαθητές που κατάγονταν από τα λαϊκά στρώματα και ήταν αριστούχοι στα σχολεία της γειτονιάς τους, έχασαν τα πρωτεία στα σχολεία που μετακινήθηκαν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την πτώση της αυτοεκτίμησης τους και τη δραματική μείωση της επίδοσης τους.
Στην Ελλάδα, πέρα από την επιλογή της ιδιωτικής εκπαίδευσης από τα παραδοσιακά εύπορα κοινωνικά στρώματα, το πρόσφατο νομοθετικό πλαίσιο μέσα από τις ρυθμίσεις για πειραματικά σχολεία επιχειρεί να εισάγει στοιχεία επιλογής σχολείου.
Στην εργασία μας αυτή θα επιχειρήσουμε:
1. Η επιλογή σχολείου ως μέτρο εκπαιδευτικής πολιτικής
Ένα από τα κεντρικά μέτρα του νεοφιλελευθερισμού στο χώρο της εκπαιδευτικής πολιτικής είναι η ελεύθερη επιλογή σχολείου από τους μαθητές και τους γονείς τους (parental choice). Στη νεοφιλελεύθερη συλλογιστική, μαθητές και γονείς θεωρούνται εκλαμβάνονται ως «χρήστες» ή «καταναλωτές» εκπαιδευτικών υπηρεσιών οι οποίες προσφέρονται και ζητούνται ελεύθερα στην εκπαιδευτική αγορά. Κατά συνέπεια, η δυνατότητά τους να επιλέξουν τον «πάροχο» της εκπαιδευτικής υπηρεσίας, θεωρητικά αποτελεί ένα μέτρο το οποίο διασφαλίζει:
Προκειμένου λοιπόν να δούμε τα πράγματα στην πιο ρεαλιστική τους διάθεση και σε επίπεδο εφαρμοσμένης εκπαιδευτικής πολιτικής, η επιλογή σχολείου σε συνδυασμό με την αξιολόγηση και την αποκέντρωση είναι τα μέτρα που αποτελούν μόνιμες σταθερές όλων σχεδόν των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων της εκπαιδευτικής πολιτικής σε πολλές αναπτυγμένες χώρες. Πιο συγκεκριμένα, οι χώρες στις οποίες έγιναν μεταρρυθμίσεις σε αυτήν την κατεύθυνση είναι η Αγγλία, η Ουαλία, οι Η.Π.Α., η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία και η Σουηδία. Είναι σαφές ότι η εκπαιδευτική πολιτική της κάθε χώρας έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες και παραμέτρους, των οποίων η αναλυτική παρουσίαση ξεφεύγει από τα πλαίσια αυτού του άρθρου.
Παρόλα αυτά ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η χρηματοδοτική αποκέντρωση στην Αγγλία και την Ουαλία έχει σχεδόν ολοκληρωθεί και το κάθε σχολείο αναζητά πόρους για τη λειτουργία του πέραν των επιχορηγήσεων που δίνουν οι Δήμοι (LEA – Local Education Authorities). Στη Νέα Ζηλανδία η χρηματοδοτική αποκέντρωση έχει νομοθετηθεί και βρίσκεται στα πρώτα βήματα της πρακτικής εφαρμογής της με την τέως υπουργό παιδείας Maris O’ Rourke να θεωρεί ότι η εκπαίδευση είναι «θέμα χρήστη» για αυτό και η χρηματοδότηση των σχολείων πρέπει να είναι εξατομικευμένη. Επιπροσθέτως, στις Η.Π.Α., η νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση έχει ήδη ωριμάσει και μετά την οργάνωση και λειτουργία του δημόσιου σχολείου με ιδιωτικά οικονομικά κριτήρια έχουν εμφανισθεί νέες μορφές αποκέντρωσης/ ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης, όπως τα ανάδοχα σχολεία (charter schools).
Σε κάθε περίπτωση, κοινός τόπος των παραπάνω μεταρρυθμίσεων είναι η αναδιανομή της εξουσίας ανάμεσα στο κράτος, την τοπική αυτοδιοίκηση, τα σχολεία και τους γονείς μέσω της δημιουργίας μιας «εκπαιδευτικής αγοράς» και τη μετάλλαξη του ρόλου της εκπαίδευσης από δημόσια πολιτική σε ιδιωτική μέριμνα και ατομική υπόθεση. Ειδικότερα όμως, ο όρος «εκπαιδευτική αγορά» με την κλασική έννοια του όρου περιλαμβάνει το χώρο και τα μέσα όπου διασταυρώνονται οι δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης και οι εταίροι της συναλλαγής προσπαθούν να αποκομίσουν το μεγαλύτερο κόστος με το μικρότερο όφελος, σύμφωνα με την βασική οικονομική αρχή της νεοκλασικής μικροοικονομικής προσέγγισης. Ταυτόχρονα, όμως, οι όποιες ανταλλακτικές τους πράξεις υπάγονται σε σχέσεις άνισης δύναμης που προκύπτει από τη διαφορετική κοινωνική τους θέση ή από τις καταστάσεις της συναλλαγής (Abercrombie – Hill – Turner, 1991:1).
Η παραγνώριση αυτών των άνισων σχέσεων δύναμης που συμπυκνώνονται στην ανταλλαγή οδηγεί σε μια απρόσωπη και φετιχιστική σχέση η οποία αποτελεί ουσιαστικά το θεμέλιο λίθο αυτού που αποκαλούμε «φονταμενταλισμό της αγοράς» (Zafirovski, 2007: 2775). Όμως, επειδή η εκπαιδευτική διαδικασία, ιδιαίτερα στις πρώτες βαθμίδες, καθορίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την κρατική παρέμβαση στην πραγματικότητα η εκπαιδευτική αγορά είναι μια «οιονεί αγορά» (quasi-market) (LeGrand and Barlett, 1993). Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι η εξατομίκευση της χρηματοδότησης των σχολείων, τα οποία καλούνται να προσελκύσουν γονείς που θα τα επιλέξουν για να φοιτήσουν τα παιδιά τους. Όμως, το πρόγραμμα των σχολείων, ο τρόπος αξιολόγησης μαθητών και εκπαιδευτικών, οι μέθοδοι διδασκαλίας καθορίζονται από το κράτος. Τελικά, αυτό που μένει στην νεοφιλελεύθερη παρέμβαση στην εκπαίδευση είναι η επιλογή σχολείου από τους γονείς, χωρίς την παρεμβολή κάποιων χωροταξικών σχεδίων με βάση τα οποία το παιδί τους θα εγγραφεί με κριτήριο την διεύθυνση της κατοικίας του σε συγκεκριμένο σχολείο (Levacic, 1995: 167· &. Whitty, Power and Halpin, 1998).
Υπό αυτή την έννοια, ο όρος ιδιωτικοποίηση (privatization) της εκπαίδευσης δεν περιγράφει στην ακρίβεια του το φαινόμενο της εισόδου αγοραίων λογικών και πρακτικών στη δημόσια εκπαίδευση. Όπως παρατηρεί και οChitty (1992: 5) ο όρος ιδιωτικοποίηση στην οικονομία χρησιμοποιείται προκειμένου να περιγράψει την απόδοση στον ιδιωτικό τομέα διαφόρων επιχειρήσεων όπως οι σιδηρόδρομοι, οι τηλεπικοινωνίες, η παραγωγή και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας, νερού, φωταερίου, οι υπηρεσίες αποχέτευσης. Στην περίπτωση του εκπαιδευτικού συστήματος δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Δεν έχουμε το φαινόμενο της παραχώρησης σχολικών μονάδων σε ιδιώτες. Αυτό που αλλάζει είναι ο τρόπος χρηματοδότησης των δημόσιων σχολείων, τα οποία χρηματοδοτούνται ανάλογα με τον αριθμό των μαθητών που τα επιλέγουν.
Η Margaret Thatcher που εφάρμοσε την ιδέα των κουπονιών (vouchers) στο Ηνωμένο Βασίλειο περιγράφει ανάγλυφα αυτή την πολιτική στα πολιτικά της απομνημονεύματα: «Εισαγάγαμε την ανοικτή εγγραφή, η οποία επέτρεψε στα δημοφιλή σχολεία να αναπτυχθούν. Η ανοικτή εγγραφή διεύρυνε τις επιλογές των γονιών και εμπόδισε τις τοπικές αρχές να θέτουν όρια στην ανάπτυξη των καλών σχολείων προκειμένου να κρατήσουν αποτυχημένα σχολεία ανοικτά. Ουσιώδες στοιχείο της μεταρρύθμισής μας ήταν η χρηματοδότηση του σχολείου ανά μαθητή, δηλαδή τα χρήματα που διέθετε το κράτος σε κάθε μαθητή τον ακολουθούσαν όποιο σχολείο και αν επέλεγε να παρακολουθήσει. Με αυτό τον τρόπο, οι γονείς ψήφιζαν ανάλογα με το σχολείο που επέλεγαν για το ποιο σχολείο είναι καλό. Το καλό σχολείο κέρδιζε μαθητές. Το κακό σχολείο θα έπρεπε ή να βελτιωθεί ή να κλείσει. Έτσι, προχωρήσαμε σε μια δημόσια μορφή εκπαιδευτικού κουπονιού» (Thatcher 1993: 591)
Όπως γίνεται κατανοητό, η υπαγωγή του σχολείου στην ηγεμονία της λογικής και των πρακτικών της αγοράς έχει πολιτικές προεκτάσεις. Η κοινωνία των πολιτών μετατρέπεται σε κοινωνία καταναλωτών υπό την κυριαρχία μιας κοσμοαντίληψης όπου ο κόσμος ταυτίζεται με ένα αχανές supermarket. Μέσα σε αυτό τοsupermarket οι διεκδικήσεις αλλά και οι προσδοκίες των πολιτών για ένα αποτελεσματικότερο και καλύτερο κράτος πρόνοιας αντικαθίσταται από την καταναλωτική επιλογή στην οποία ρευστοποιούνται οι λειτουργίες των συνδικάτων και των πολιτικών κομμάτων. Στο πλαίσιο της αντίληψης αυτής, ο όρος «λαός» αντικαθίσταται από μια γενικόλογη, και πολιτικά άχρωμη έννοια «πολίτες», στη βάση μιας ατομιστικής προσέγγισης των δικαιωμάτων του πολίτη η οποία, εκτός του ότι υπονομεύει την έννοια της κοινότητας, αποκρύπτει συνειδητά τους διαχωρισμούς, τις ανισότητες και τις διακρίσεις που η κυρίαρχη κοινωνική ιεράρχηση διαμορφώνει με βάση τους ισχύοντες συσχετισμούς των πολιτικών δυνάμεων.
Αναμφίβολα λοιπόν, ο αφηρημένος ιδεότυπος του «πολίτη» μέσα σε αυτόν τον κυρίαρχα πολιτικό λόγο, απομονώνεται από τους συμπολίτες του, δρα σε ανταγωνισμό μαζί τους και εμφανίζεται να «δικαιούται» αγαθά και υπηρεσίες που οι άλλοι με τις πράξεις του, είτε τού τα στερούν, είτε τον εμποδίζουν να τα οικειοποιηθεί και να τα απολαύσει. Έτσι για παράδειγμα οι απεργοί εκπαιδευτικοί στερούν το δικαίωμα της εκπαίδευσης από τους άλλους πολίτες, οι νόμοι ρυθμίζουν τη ροή και την κατανομή των μαθητικών εγγραφών στερούν το δικαίωμα της επιλογής σχολείου κ.ο.κ
2. Η επιλογή σχολείου διασφαλίζει την ποιότητα της εκπαίδευσης;
Σε επίπεδο «κοινής» λογικής, κλίμα πολιτικής ρητορικής εντυπωσιασμού, καθώς και αφηρημένων νοητικών συλλογισμών η νεοφιλελεύθερη λογική της επιλογής σχολείου αρχικά τουλάχιστον κέρδισε οπαδούς. Στην πρακτική της εφαρμογή όμως, φάνηκε ότι οι πραγματικές κοινωνικές καταστάσεις διαφέρουν από τα ιδεατά υποθετικά σχήματα. Ο Wallford (2001) επισημαίνει ότι στην πράξη φάνηκε πολύ σύντομα ότι η αγορά μέσω των λειτουργιών της προσφοράς και της ζήτησης δεν μπορούσε να διασφαλίσει με αποτελεσματικότητα και σιγουριά την άνοδο της ποιότητας της εκπαίδευσης. Κι αυτό γιατί η επιλογή σχολείου δεν είναι το ίδιο με την επιλογή ξενοδοχείου ή μάρκας καφέ στο supermarket.
Αν κάποιος επιλέξει ξενοδοχείο και δεν μείνει ικανοποιημένος από τις υπηρεσίες μπορεί την επόμενη ημέρα να πάει σε άλλο. Αν δεν του αρέσει ο καφές μπορεί να αλλάξει μάρκα ή καφενείο. Όμως, αν κάποιος διαλέξει σχολείο και δεν μείνει ικανοποιημένος από την ποιότητα των σπουδών, δεν είναι εύκολο στη μέση της σχολικής χρονιάς να μετακινηθεί σε άλλο ή να αλλάξει με την ίδια ευκολία σχολικό περιβάλλον το οποίο περιλαμβάνει ένα ολόκληρο σύστημα ανθρωπίνων σχέσεων.
Επίσης, η ποιότητα της εκπαιδευτικής υπηρεσίας δεν είναι κάτι που γίνεται άμεσα αντιληπτό ούτε εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από το φορέα που τη χορηγεί. Εξαρτάται, ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό, και από το μαθητή που «καταναλώνει» αυτές τις υπηρεσίες, από τη θέληση του, τη στάση του απέναντι στη γνώση, τις ικανότητές του, το μορφωτικό κεφάλαιο της οικογένειας του, το γνωστικό του υπόβαθρο, το «ατομικό φίλτρο» που διαθέτει η προσωπικότητά του.
Άλλωστε, και πέρα από την εκπαίδευση οι εγγυήσεις στην ποιότητα των υπηρεσιών που μπορεί να παρέχει μια επώνυμη επιχείρηση, οποιασδήποτε μορφής, είναι εκ των πραγμάτων περιορισμένες. Η επώνυμη επιχείρηση εγγυάται καλό επίπεδο υπηρεσιών. Ένα καλό ξενοδοχείο ή ένα καλό τουριστικό γραφείο μπορεί να εγγυηθεί την καλή ποιότητα του φαγητού, τον κλιματισμό, την καθαριότητα του δωματίου. Δεν μπορεί να εγγυηθεί τον καιρό και την ανυπαρξία ατυχημάτων που ενδεχομένως να καταστρέψουν το ταξίδι.
Δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι ο τουρίστας θα περάσει όμορφες στιγμές με την παρέα του, θα βρει ερωτικό σύντροφο, δεν θα τσακωθεί με τους φίλους του και δεν θα χωρίσει με τη σύζυγο του. Ανάλογα λοιπόν, το επώνυμο σχολείο μπορεί να εγγυηθεί τον καλό εξοπλισμό των αιθουσών και τους έμπειρους εκπαιδευτικούς, όχι όμως το ζήλο του μαθητή για μάθηση, τις ικανότητες του ή την ποιότητα των σχέσεων που θα έχει με τους συμμαθητές του, τα βιώματα που θα προκύψουν από αυτές, ότι δε θα έχει προβλήματα με τους συνομηλίκους του ή ότι δε θα υποστεί ερωτική απογοήτευση στη διάρκεια της φοίτησης κ.ο.κ Παράγοντες αστάθμητοι που όμως όσοι έχουν μπει σε σχολική τάξη ξέρουν ότι επηρεάζουν άμεσα την επίδοση του μαθητή.
Οι μεταρρυθμίσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις Η.Π.Α. προσφέρουν ένα σημαντικό εμπειρικό υλικό που έχει διερευνηθεί ενδελεχώς και το οποίο μπορεί σήμερα, αρκετά χρόνια μετά την πρώτη εφαρμογή αυτών των μεταρρυθμίσεων, να δείξει με σαφήνεια αν η νεοφιλελεύθερη ρητορική επαληθεύτηκε. Οι Ball and Youdell (2011) σε μια πρόσφατη εργασία τους συνόψισαν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές σε μια σειρά από χώρες. Κοινό αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών δεν ήταν η βελτίωση της εκπαίδευσης μέσω του ανταγωνισμού των σχολείων. Ήταν η απορρύθμιση της εκπαίδευσης ως δημόσιου αγαθού και η τραγική αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων στην εκπαίδευση.
Όμως, πέρα από την εξέταση του κατά πόσο συρρικνώθηκαν ή όχι οι δημόσιες εκπαιδευτικές υπηρεσίες – κάτι που όχι μόνο δεν ενδιαφέρει αλλά αντίθετα αποτελεί και στόχο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής – έχει ιδιαίτερη σημασία να εξετάσουμε την νεοφιλελεύθερη πολιτική της επιλογής σχολείου και της συγκρότησης εκπαιδευτικής αγοράς με κριτήριο την ίδια την λογική της: πόσο δηλαδή αποτελεσματική είναι στη βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης και την αύξηση της αποτελεσματικότητας του σχολείου με όρους της κυρίαρχης παιδαγωγικής: της τεχνοκρατικής αντίληψης της διδασκαλίας σχετικά με τις επιδόσεις των μαθητών στις σταθμισμένες εθνικές εξετάσεις για το πέρασμα από την μια βαθμίδα στην άλλη ή στα πανεπιστήμια.
Άλλωστε, η ελεύθερη επιλογή σχολείου σε όλες τις χώρες που εφαρμόσθηκε δεν δημιούργησε τους όρους για την ανάπτυξη ποικιλίας στα σχολεία όσον αφορά το αναλυτικό πρόγραμμα, την παιδαγωγική ή την οργάνωση τους (Apple, 2002: 108). Έρευνες από την σκοπιά της αποτελεσματικότητας του σχολείου έχουν δείξει ότι οι επιδόσεις των μαθητών που μετακινήθηκαν από το σχολείο της γειτονιάς τους δεν βελτιώθηκαν θεαματικά (Witte, 2000). Ουσιαστικά, αυτές οι έρευνες επαναφέρουν στη συζήτηση περί αποτελεσματικότητας του σχολείου και της σχέσης σχολικού περιβάλλοντος και κοινωνικής προέλευσης των μαθητών, το απροσδόκητο εύρημα μιας παλιάς έρευνας του Davis (1966) το οποίο είχε αποκληθεί σχηματικά ως “the frog pond effect”: ορισμένοι δηλαδή από τους μαθητές που κατάγονταν από τα λαϊκά στρώματα και ήταν αριστούχοι στα σχολεία της γειτονιάς τους, έχασαν τα πρωτεία στα σχολεία που μετακινήθηκαν.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την πτώση της αυτοεκτίμησης τους και τη δραματική μείωση της επίδοσης τους. Ουσιαστικά, ακόμη και μετά την αλλαγή του σχολικού περιβάλλοντος το μορφωτικό κεφάλαιο της οικογένειας παρέμεινε ο ισχυρότερος επικαθοριστικός παράγοντας της επίδοσης του μαθητή. Στην περίπτωση μάλιστα που ο μαθητής «μετακόμιζε» σε ένα σχολικό περιβάλλον με υψηλή ακαδημαϊκή κουλτούρα και συμμαθητές προερχόμενους από οικογένειες με μεγάλο μορφωτικό κεφάλαιο, χωρίς να παρεμβάλλονται διαφοροποιημένες μορφωτικές και διδακτικές στρατηγικές και πρακτικές, η επίδοση του αντί να βελτιώνεται, χειροτέρευε.
Η νεοφιλελεύθερη πρακτική της ελεύθερης επιλογής σχολείου έφερε αλλαγές και στον τρόπο με τον οποίο κινούνται τα σχολεία μέσα στην «εκπαιδευτική αγορά». Στο Ηνωμένο Βασίλειο η έκδοση εθνικών πινάκων (leaguetables) με την κατάταξη των σχολείων ανάλογα με την επίδοση των μαθητών τους, προκειμένου να ξέρουν οι γονείς ποια είναι τα καλά σχολεία, επέφερε την πόλωση των σχολείων.
Οι Benn και Chitty (1997: 51) παραθέτουν στοιχεία από περιοχές του Hampshire, του Newcastle, του Rothrman, του Oldham, του Manchester, όπου υπήρξε πόλωση των σχολείων σε «καλά» και «κακά» και ανταγωνισμός των καλών σχολείων με τρόπους όπου το ένα προσπαθούσε να δυσφημίσει το άλλο για να συγκεντρώσει περισσότερους μαθητές και να εξασφαλίσει την επιβίωσή του. Για παράδειγμα τα καλά σχολεία της περιοχής του Yorkshire απέβαλλαν πιο εύκολα μαθητές προκειμένου να κρατήσουν την καλή τους φήμη και την υψηλή τους θέση στους εθνικούς πίνακες επίδοσης. Ή σε άλλη περίπτωση, ένα δυσλεκτικό παιδί ή ένας ανήσυχος μαθητής με προβλήματα διάσπαση προσοχής ή ένας μαθητής με χωρισμένους γονείς και άλλα οικογενειακά προβλήματα, με κενά και άλλες μαθησιακές δυσκολίες, είναι «κακό μαντάτο» για το καλό σχολείο, κηλίδα που ο εκάστοτε διευθυντής θα κοιτάξει να την ξεφορτωθεί με κάθε πρόσφορο μέσο (Vulliamy and Webb, 2000). Αυτό τελικά που συνέβη στην πραγματικότητα, όπως περιγράφεται με συνοπτικό και απτό τρόπο από τον Vulliamy (2000), ήταν ότι η πραγματικότητα διαμορφώθηκε με τέτοιο τρόπο που: «Αντί οι γονείς να επιλέγουν σχολεία, τα σχολεία επέλεγαν γονείς».
2. Επιλογή σχολείου και στρατηγική των κοινωνικών τάξεων.
Οι κοινωνικές τάξεις έχουν αναπτύξει διαφορετικές στρατηγικές στο ζήτημα της πολιτικής της επιλογής σχολείου. Ο Walberg (2007) μελετώντας το σύστημα των vouchers και των ανάδοχων σχολείων (charterschools) στις Η.Π.Α. επισήμανε ότι η επιλογή σχολείου είναι ένα μέτρο που όχι μόνο δεν έχει ενώσει, απεναντίας έχει προκαλέσει διχαστικές τομές στα δύο μεγάλα κόμματα. Για παράδειγμα στο Κόμμα των Ρεπουμπλικάνων, οι νεοφιλελεύθεροι πολιτικοί τάσσονται υπέρ της επιλογής σχολείου σαν το μέτρο εκείνο που υλοποιεί πλήρως την εισαγωγή της λογικής της αγοράς στα σχολεία.
Όμως, απέναντι σε αυτό το μέτρο τα συντηρητικά μεσαία στρώματα που ψηφίζουν το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων στέκονται επιφυλακτικά αφού η εφαρμογή του ανοίγει την αίθουσα της σχολικής τάξης του παιδιού τους σε παιδιά Λατίνων και Αφροαμερικανών οι οποίοι θα θελήσουν να επωφεληθούν από αυτό το μέτρο. Από την άλλη πλευρά, στο εσωτερικό του Δημοκρατικού Κόμματος των Η.Π.Α. οι Λατίνοι και Αφροαμερικανοί ψηφοφόροι βλέπουν θετικά το μέτρο που θα τους επιτρέψει να έχουν τα παιδιά τους τη δυνατότητα να φοιτήσουν σε σχολεία καλύτερων περιοχών. Όμως, την ίδια στιγμή στο εσωτερικό του ίδιου κόμματος, τα συνδικάτα των εκπαιδευτικών τάσσονται εναντίον αυτού του μέτρου καθώς απειλεί τις εργασιακές τους σχέσεις.
Η επιλογή σχολείου, όπως δείχνει τόσο η εμπειρία αλλά και οι έρευνες στις χώρες που εφαρμόσθηκε το μέτρο, δεν αφορά τελικά όλες τις κοινωνικές τάξεις. Στην ουσία απευθύνεται κυρίως στα μεσαία στρώματα αφού τα ανώτερα στρώματα απευθύνονται εξ αρχής σε μεγάλα ιδιωτικά σχολεία. Όπως έχει παρατηρήσει και ο Apple(2002: 110) οι αγορές στην εκπαίδευση είναι μια συνισταμένη της προσπάθειας του κεφαλαίου να ιδιωτικοποιήσει μέρος της δημόσιας σφαίρας προκειμένου να βρει νέα πεδία κερδοφορίας. Όμως, αυτή η προσπάθεια βρίσκει σύμμαχους στα μεσαία στρώματα τα οποία παραδοσιακά αρνούνται ή «ξεχνούν» την ταξική τους καταγωγή και την κοινωνική τους προέλευση προσπαθώντας ταυτόχρονα να αλλάξουν τους κανόνες του ανταγωνισμού στην εκπαίδευση λόγω της αυξημένης ανασφάλειας που αισθάνονται για το μέλλον των παιδιών τους.
Το οικονομικό και κοινωνικό κεφάλαιο των μεσαίων στρωμάτων μπορεί αρκετά εύκολα να μετατραπεί σε μορφωτικό στην περίπτωση της λειτουργίας των σχολείων με όρους αγοράς. Οι γονείς από τα μεσαία στρώματα έχουν πιο ευέλικτα ωράρια, διαθέτουν αυτοκίνητα ή μπορούν οικονομικά να συνδράμουν στην περίπτωση μεταφοράς του παιδιού τους με σχολικά λεωφορεία, έχουν κοινωνικό δίκτυο που τους επιτρέπει την άντληση πληροφοριών σχετικά με τα σχολεία και την οικονομική δυνατότητα να ανταπεξέρθουν σε εξωσχολικές δραστηριότητες ενός σχολείου με συχνές εκδρομές, κατασκηνώσεις, πολιτιστικές πρωτοβουλίες κ.λπ. Η συγκέντρωση πολλών παιδιών από τα μεσαία στρώματα σε ένα δημόσιο σχολείο δημιουργεί τις προϋποθέσεις να λειτουργήσει το σχολείο σε αυτό το μοτίβο.
Πέρα όμως από το ζήτημα της ποιότητας της λειτουργίας του σχολείου, η επιλογή σχολείου παίζει και έναν άλλο ρόλο. Σε μια εποχή οικονομικής ύφεσης και επιδείνωσης των εισοδημάτων των μεσαίων στρωμάτων, η πολιτική της επιλογής σχολείου αφενός μεν παρέχει τη δυνατότητα φοίτησης των παιδιών των μεσαίων στρωμάτων σε σχολεία χωρίς μετανάστες ή «ειδικές» κατηγορίες μαθητικού πληθυσμού (ρομά, παιδιά μεταναστών κ.λπ.) και αφετέρου ενδυναμώνει πρακτικά τη νεοφιλελεύθερη ρητορική της μη υποχρέωσης καταβολής φόρων σε αναποτελεσματικά δημόσια σχολεία. Πρόκειται για τη «γεμάτη φοβίες» ή «φοβική» μεσαία τάξη (fearful middle class), όπως την έχουν περιγράψει οι Ball and Vincent (2001), η οποία ελπίζει ότι μέσω της επιλογής σχολείου μπορεί να επιτύχει:
Στο ekpaideytikos.gr ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το ekpaideytikos.gr ουδεμία νομική ή άλλα ευθύνη φέρει.