Το να μεγαλώνω χωρίς τον πατέρα μου, ήταν το πιο σκληρό πράγμα που αντιμετώπισα στη ζωή μου και την επιλογή του να φύγει πριν γεννηθώ, την ένιωθα πάντα σαν κατάρα.
Ήταν ίσως τα άγνωστα που με φόβιζαν πιο πολύ και όταν λέω «άγνωστα» εννοώ τα «πώς» τα «γιατί», πώς θα ήταν να μεγαλώνω χωρίς εκείνον.Όταν ήμουν μικρός δεν μου έλειπε πραγματικά διότι δεν ήξερα πως ήταν να έχεις πατέρα. Δεν τον είχα στη ζωή μου και τέλος. Η μητέρα μου αργότερα παντρεύτηκε έναν άλλον άντρα, έναν άντρα που δεν υπήρχε τίποτα που να θέλαμε και δεν μας το έδωσε, αλλά και πάλι δεν μπορούσε να καλύψει το κενό που με τον καιρό ένιωθα μέσα μου.
Πήγαινα Δευτέρα γυμνασίου όταν άρχισα να θέλω να μάθω γι’ αυτόν, όταν άρχισα να κάνω ερωτήσεις. Άρχισα με λεπτομέρειες, περπατούσα στο δρόμο και σκεφτόμουν πώς να ήταν ντυμένος ή μήπως είχε περάσει δίπλα μου εκείνη τη στιγμή και απλά δεν γνωριζόμασταν. Αναρωτιόμουν τι να σκεφτόταν, πώς να μιλούσε, τι μουσική του άρεσε και τι ταινίες. Αυτά τα ερωτηματικά, με έτρωγαν μέσα μου. Όσο τον σκεφτόμουν τόσο μου έλειπε και όσο μου έλειπε, τόσο με φόβιζε το άγνωστο.
Όταν πήγα στο Λύκειο, τα ερωτηματικά μου, μεγάλωσαν το ίδιο και το άγχος μου. Γιατί έφυγε; Μήπως δεν άξιζα να με αγαπήσει; Αν μάθαινε ότι είχα γίνει καλό παιδί, θα ήθελε να μπει ξανά στη ζωή μου; Με σκεφτόταν; Αναρωτιόταν πώς να ήμουν; Δεν είχα καθόλου αυτοπεποίθηση παρά μόνο άγχος. Δεν μπορούσα να εμπιστευθώ κανέναν, σκεφτόμουν πως αφού με άφησε ο ίδιος μου ο πατέρας, γιατί να μην με άφηναν και οι υπόλοιποι; Αυτός ο τρόπος σκέψης, με στοίχειωνε. Όσο μεγάλωνα, τόσο θύμωνα. Πώς μπορείς να αφήνεις το παιδί σου; Πώς μπορείς να προσποιείσαι σαν να μην υπάρχει; Πώς γίνεται να ανοίγεις τη πόρτα και να φεύγεις τη στιγμή που μαθαίνεις ότι θα γίνεις πατέρας;
Τα ερωτηματικά και η ανησυχία μου, δεν σταμάτησαν ποτέ. Στη τελευταία τάξη του Λυκείου έψαξα να τον βρω, ήθελα να ακούσω τη φωνή του, να του πω ένα γεια. Βρήκα το τηλέφωνό του και τον πήρα, ελπίζοντας κρυφά πως θα μου πει να συναντηθούμε, πως ήθελε να με δει. Αντί γι’ αυτό, μου είπε «Μη με ξαναπάρεις. Αν θελήσεις οτιδήποτε, κάνε μου μήνυση» και το έκλεισε. Η απογοήτευσή μου, μεγάλωσε. Όταν μπήκα στο Πανεπιστήμιο, έκανα άλλη μια απόπειρα να τον προσεγγίσω αλλά έλαβα την ίδια απάντηση και μάλιστα από κοντά.Κι όμως η μητέρα μου, δεν μου μίλησε ποτέ άσχημα για εκείνον, με άφηνε πάντα να βγάζω τα δικά μου συμπεράσματα…
Σήμερα, μερικά χρόνια μετά το Πανεπιστήμιο, πόση ζημιά μπορεί να κάνει στο παιδί του, ένας πατέρας που το εγκαταλείπει, πόσο άσχημα ένιωθα σαν να είχα κάνει εγώ κάτι κακό. Κατάλαβα πως άφηνα την ιδέα που είχα πλάσει στο μυαλό μου για τον πατέρα μου, να καθορίζει τη ζωή και τις επιλογές μου. Άφησα το φόβο να μου καθορίζει τη ζωή. Δεν μπορούσα να ελέγξω το γεγονός ότι έφυγε κι έτσι προσπαθούσα να ελέγξω όλα τα υπόλοιπα. Κατάλαβα πως η επιλογή του να με αφήσει και να μη θέλει να με γνωρίσει ποτέ, είναι δική του και δεν έχει να κάνει με μένα. Δεν με ξέρει για να έχει να κάνει με μένα. Η εγωιστική επιλογή να εγκαταλείψει τη ζωή που δημιούργησε, είναι δική του. Μόνο.
Κι έτσι σήμερα είμαι καλά που δεν ξέρω τα πώς και τα γιατί. Είτε θελήσει να μπει στη ζωή μου είτε όχι εγώ είμαι καλά. Θέλω μόνο να πω σε όλα τα παιδιά που μεγαλώνουν χωρίς πατέρα, ότι δεν είναι μόνα τους. Ότι η αξία τους δεν βασίζεται στις επιλογές που έκανε κάποτε ο πατέρας τους. Να αγκαλιάσουν το φόβο, να αμφισβητήσουν την εικόνα που έχουν για τον πατέρα τους γιατί μπορεί να μην είναι η πραγματική. Να ξέρουν ότι θα είναι μια χαρά και χωρίς εκείνον. Ότι μόνο αν βουτήξουν στο άγνωστο, θα ελευθερωθούν!