Η παρακάτω ιστορία είναι αληθινή, βγαλμένη μέσα από τις αναμνήσεις μου από κείνη.
Η Αρετούσα γεννήθηκε το 1908 σε ένα χωριό της βόρειας Κέρκυρας, την Περίθεια. Πολύ φτωχή οικογένεια όπως ήταν οι περισσότερες οικογένειες τότε. Σε μικρή ηλικία αρρώστησε βαριά με πολιομυελίτιδα. Η ζωή της σώθηκε αλλά άλλαξε για πάντα αφού η αρρώστια της άφησε κουσούρι. Παραλυσία στο ένα της πόδι που την άφηνε ανίκανη να περπατήσει χωρίς να υποβαστάζεται από κάποιον. Τα λίγα όνειρα που της επέτρεπε η φτώχεια της να κάνει χάθηκαν και αυτά. Πόνεσε πολύ και όχι τόσο σωματικά, ειδικά όταν άκουσε το γιατρό να λέει στους γονείς της ότι θα ήταν για πάντα κουτσή. Τότε βλέπετε ακόμα δεν υπήρχαν οι χαρακτηρισμοί ΑμΕΑ, (άτομα με ειδικές ανάγκες ) ούτε και οι σημερινές ευκολίες που επιτρέπουν την κίνηση των ανθρώπων με τέτοιου είδους θέματα. Η οικογένειά της τη φρόντισε γιατί παιδί τους ήτανε. Η Αρετούσα όμως δεν ήθελε να έχει ειδική μεταχείριση γιατί ήταν περήφανη και αγύριστο κεφάλι. Όταν μεγάλωσε λίγο, κάθε μέρα έκανε πολύωρη και πολύ επίπονη προσπάθεια να μάθει να κινείται με το ραβδί από αγριελιά που της είχε φτιάξει ο πατέρας της. Οι συνεχείς πτώσεις δεν την πτοούσαν. Κοιτούσε τον κόμπο στο ένα της πόδι και έκανε κόμπο και την καρδιά της και μετά από πολλούς μήνες κατάφερε να κινείται με το ραβδί, έστω και με δυσκολία, μέσα στο σπίτι. Έτσι πέρασαν κάποια χρόνια με την Αρετούσα να διεκδικεί από την κουτσή ζωή της όσα περισσότερα μπορούσε εκείνη να της δώσει. Τα μόνα όνειρα που τολμούσε να κάνει ήταν του ύπνου και αυτά δεν τα ομολογούσε σε κανένα. Στα χωριά όμως πιστεύουν ότι τα όνειρα βγαίνουν.
Έτσι λοιπόν σαν σε όνειρο, εντελώς αναπάντεχα, εμφανίστηκε στη ζωή της ο Φίλιππος. Ήρθε στο σπίτι της να τη ζητήσει. Η Αρετούσα μόλις τον είδε αντιστάθηκε και θυμωμένη του είπε: «Μα δε βλέπεις το πόδι μου, ακόμα και φωτιά να πιάσει εδώ μέσα εγώ δεν θα προλάβω να βγω έξω. Τι θέλεις από μένα, πες μου;». Ο Φίλιππος τα ΄χασε προς στιγμήν από την δυναμικότητα της Αρετούσας αλλά συνήλθε γρήγορα λέγοντας: «Εμένα μου αρέσεις έτσι όπως είσαι, δεν πα να λες ότι θέλεις. Σου το λέω, εγώ θα σε έχω σα βασίλισσα, όλα θα τα ετοιμάζω εγώ, δεν θα χρειάζεται να κάνεις τίποτα εσύ». Τι ήταν να το πει αυτό το τελευταίο, έξαλλη η Αρετούσα. «Τι μας πέρασε ετούτος για τελείως άχρηστη; Άκου θα με έχει βασίλισσα, κοίτα βασιλιάς να σου πετύχει, που δεν έχει δεύτερο βρακί να βάλει αυτός και τα οχτώ του αδέλφια. Μωρέ ξέρω εγώ πως θα τον κάνω να πάρει δρόμο» σκέφτηκε. Πίστευε ότι άμα την έβλεπε να σηκώνεται και περπατάει κουτσά με το ραβδί ότι θα το ξανασκεφτότανε. Έβαλε λοιπόν σε εφαρμογή το σχέδιό της. Σηκώθηκε, προχώρησε λιγάκι και τότε γύρισε και κοίταξε απότομα τον Φίλιππο ρωτώντας τον με τα μάτια «τι έχεις να πεις τώρα;» και εκεί όταν τον είδε να χαμογελάει διάπλατα καθρεφτίστηκε μέσα στα φωτεινά του μάτια και ένιωσε γυναίκα, όμορφη γυναίκα δική του.
Κάνα δυο χρόνια μετά ήρθε και το πρώτο παιδί, μια κόρη. Μετά ήρθε το δεύτερο (η μητέρα μου) και το τρίτο που ήταν και γιός που τόσο ήθελε ο Φίλιππος. Κάθε μέρα ο Φίλιππος έφευγε αξημέρωτα για τις ελιές και γύρναγε το μεσημέρι αποκαμωμένος αλλά χαρούμενος. Αμέσως έπαιρνε τον μπότη (στάμνα στα κερκυραϊκά) και έφευγε σφαίρα τραγουδώντας για να τον γεμίσει νερό στο πηγάδι.
Το σπίτι το είχε η Αρετούσα να λαμποκοπάει. Όσο το πόδι της γινότανε όλο και πιο ασθενές, τόσο δυνάμωνε άλλες πλευρές της. Χρησιμοποιούσε το μυαλό της, τα χέρια της και τη φωνή της για να αναπληρώνει όσα η κατάστασή της δεν της επέτρεπε να προσφέρει. Όσο πέρναγαν τα χρόνια και μεγάλωναν και τα παιδιά άρχισε να μοιράζει ρόλους στην καθένα μέσα στην οικογένειά της. Άλλος θα καθάριζε, άλλος θα πήγαινε να αρμέξει την αγελάδα και να φροντίσει τα ζωντανά, άλλος θα πήγαινε να μαζέψει χόρτα και ζαρζαβατικά. Το εντυπωσιακό είναι ότι αυτό όλοι εκτελούσαν τις αρμοδιότητές τους αγόγγυστα και χωρίς να νιώθουν ότι κάποιος τους διατάζει. Περισσότερο το έβλεπαν σαν μοίρασμα από εκείνη που ήξερε καλύτερα.
Η Αρετούσα μπορεί να μην περπάταγε καλά αλλά φρόντισε πολύ να πιάνουν τα χέρια της. Έμαθε να πλέκει καταπληκτικά και γρήγορα, στην αρχή με το χέρι και αργότερα με τη βοήθεια ενός μικρού αργαλειού που κατάφερε να αποκτήσει. Σύντομα έβγαλε όνομα στα γύρω χωριά για τα όμορφα πλεκτά της. Όμως η Αρετούσα δεν έπαιρνε χρήματα για αυτά. Αυτό που την ενδιέφερε ήταν να γίνονται οι δουλειές της και να ελαφραίνει και τον Φίλιππο που του έπεφταν πολλά στους ώμους. Έκανε λοιπόν συμφωνίες με τους πελάτες της. Από τον αγρότη ζήταγε ως αντάλλαγμα για να του πλέξει ρούχα για τα παιδιά του, να της κλαδέψει τις ελιές και να τις ραντίσει. Από τον κτηνοτρόφο ζήταγε κρέας. Από τον κτίστη να τις φτιάξει κοτέτσια για τις κότες ή στάβλο για την αγελάδα και τον γάιδαρο. Από τον έμπορο που ερχότανε μια φορά τη βδομάδα στο χωριό ζήταγε διάφορα χρήσιμα για τα οικιακά της όπως πιατικά, σεντόνια, παπούτσια, ρούχα. Ποτέ όμως, ούτε μια φορά δεν ζήτησε χρήματα. Η αλήθεια είναι ότι η Αρετούσα δεν πίστευε στα χρήματα, πίστευε στα πράγματα που μπορούσε κανείς να φτιάξει και να τα ανταλλάξει.
Η Αρετούσα θαύμαζε πολύ τους ανθρώπους που είχαν χάρη στην κίνησή τους και κυρίως αυτούς που χόρευαν καλά. Το ότι η ίδια δεν μπορούσε να χορέψει δεν την εμπόδιζε να βάζει όλους τους άλλους να χορέψουν για εκείνη. Είχε μάλιστα και μια καταπληκτική φωνή και όταν άρχιζε το τραγούδι έβλεπες τον κόσμο στις γιορτές και στα πανηγύρια να σηκώνεται μαγεμένος και να λικνίζεται στο ρυθμό της. Σε ένα τέτοιο πανηγύρι μάλιστα είχε μαγέψει και τον Φίλιππο. Θυμάμαι που της είχε καρφωθεί στο μυαλό να μου μάθει και μένα να χορεύω το «χωριάτικο», τον τοπικό κερκυραϊκό χορό. Και άμα η Αρετούσα έβαζε κάτι με το νου της θα γινότανε οπωσδήποτε. Ήμουν δεν ήμουν 14 χρονών και έβαζε τη θεία μου να με στροβιλίζει ξανά και ξανά μέχρι να μάθω. Εγώ όμως πέρναγα μια ροκ φάση τότε και έβρισκα αυτούς τους χορούς απαράδεκτους οπότε καμωνόμουν ότι δεν μπορούσα να μάθω για να με αφήσει ήσυχο. Βέβαια η Αρετούσα δεν τα παράτησε αμέσως, με βασάνισε για αρκετές μέρες αλλά τελικά το αποδέχτηκε ότι το παιδί δεν έπαιρνε το χορό. Σήμερα το έχω μετανιώσει βέβαια που δεν της έκανα το χατίρι. Τότε δεν μπορούσα να καταλάβω ότι αυτό που ήθελε ήταν απλά να χορέψει με τα δικά μου πόδια.
Η Αρετούσα έχασε τον αγαπημένο της Φίλιππο όταν ακόμα ήταν πολύ νέος, μόλις 55 ετών. Από τότε δεν ξανάβγαλε τα μαύρα αλλά συνέχισε να φροντίζει την οικογένειά της με ακόμα μεγαλύτερη θέληση. Τα παιδιά ήταν ακόμα μικρά, η μια κόρη ανύπαντρη και οι πόροι λιγοστοί. Όμως σε αυτή την οικογένεια ήξερε ο καθένας τι έπρεπε να κάνει για να τα βγάλουν πέρα. Και τα έβγαλαν.
Όσο τα χρόνια περνούσαν και η οικογένεια μεγάλωνε αφού τα τρία παιδιά παντρεύτηκαν και χάρισαν στην Αρετούσα 7 εγγόνια, τόσο εκείνη γινότανε ο πυρήνας όπου όλα γυρνάγανε γύρω της και η συνεκτική ουσία της μεγάλης πλέον οικογένειας. Ίσως να είχε τελικά δίκιο ο Φίλιππος όταν έλεγε ότι ήθελε να την κάνει βασίλισσα. Γιατί στα μάτια των παιδιών και των εγγονιών της ήταν κάτι σαν βασίλισσα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά σε κάποιους καβγάδες μεταξύ αδερφιών ή ξαδερφιών πόσο πολύ τρέμανε όλοι μη το μάθει η Αρετούσα. Όχι γιατί φοβόντουσαν την κριτική της αλλά γιατί κανείς δεν ήθελε να την στεναχωρήσει. Ξέρανε όλοι ότι το μεγαλύτερο της όνειρο ήταν να μένει η οικογένεια ενωμένη και δεν άντεχε τις διενέξεις που την έκαναν να νιώθει ότι απειλείται αυτή η συνοχή.
Ποτέ μου δεν την άκουσα να κλαφτεί ή να παραπονεθεί για τη δύσκολη ζωή της. Πάντα τη θυμάμαι να κοκκινίζει ολόκληρη και να κλαίει από τα γέλια άμα της έλεγες κάτι αστείο. Θυμάμαι μια φορά που ήμουν γύρω στα 23 και που πέρναγα μια φάση ψυχοπλακώματος και με είχαν πιάσει τα υπαρξιακά μου, μου είχε βάλει κάτι φωνές όταν της έλεγα τον πόνο μου, τρομάρα μου, που μου περάσανε όλα και δια παντός. «Η ζωή είναι ένα όμορφο αστείο. Πήγαινε έξω να γελάσεις μαζί της και άσε τις βλακείες. Χρόνο χάνεις» μου είπε και ¨μπαμ¨ έβαλε φωτιά στο μυαλό μου. Αυτή η κουβέντα της με άλλαξε για πάντα. Από τότε βλέπω τα πράγματα με μια μικρή δόση ελαφρότητας που έχει αποδειχτεί σωτήρια σε πολλές στραβοτιμονιές της ζωής μου. Τώρα που το σκέφτομαι ποτέ δεν μου είπε «μην βγεις» ή ποτέ δεν με ρώτησε «που πήγες» όπως κάνουν οι περισσότερες γιαγιάδες. Δεν μπορούσα βλέπετε τότε να καταλάβω ότι ήθελε να κάνω πράγματα που εκείνη στερήθηκε. Κρίμα που δεν είχα αυτή τη γνώση τότε και που νόμιζα ο χαζός ότι ήθελε να με ξεφορτώνεται για να ησυχάζει.
Θυμάμαι την Αρετούσα να μου ζητάει να της περιγράψω την αίσθηση του κολυμπιού στη θάλασσα ξανά και ξανά. Ήθελε να γνωρίζει και την τελευταία λεπτομέρεια για το πώς νιώθει κανείς, για το πώς επιπλέει και όλες τις τεχνικές της κολύμβησης. Τότε με παραξένευε αυτή της η περιέργεια. Αρκετά χρόνια μετά είχα καταλάβει γιατί το έκανε. Η αφορμή που έγραψα αυτό το κείμενο ήταν ένα πρόσφατο γεγονός στη παραλία της Νέας Μάκρης όπου κάποιοι λουόμενοι εμπόδισαν τη δωρεάν εγκατάσταση στην παραλία συστήματος που επιτρέπει σε άτομα με αναπηρία να έχουν αυτόνομη πρόσβαση στη θάλασσα, και μάλιστα για λόγους αισθητικής. Ίσως να άλλαζαν γνώμη αν σκέφτονταν ότι αυτό που για τον περισσότερο κόσμο είναι δεδομένο ( όπως ένα μπάνιο στη θάλασσα ) για κάποιους μπορεί να είναι μια λαχτάρα, ένα όνειρο. Επίσης ας καταλάβουν ότι οι άνθρωποι με δυσκολίες δεν διεκδικούν την λύπησή τους αλλά το δικαίωμα της ισότιμης συνύπαρξης.
Η γιαγιά μου η Αρετούσα έφυγε το 1996 και από τότε δεν περνάει μέρα που να μην μου λείπει. Ίσως να μην περπάτησε πολύ σε αυτή τη ζωή, τα αποτυπώματά της τα άφησε βαθιά. Η δύναμη ψυχής ήταν τόσο μεγάλη που ακόμα και ο φόβος φοβήθηκε και το έβαλε στα πόδια. Στο πείσμα της να φωνάξει στη ζωή να γυρίσει να την ξανακοιτάξει την ώρα που εκείνη της γύρναγε την πλάτη οφείλω και εγώ τη ζωή μου.
«Εγώ πάντως γιαγιούλα μου να ξέρεις, τις δικές σου πατημασιές θέλω να ακολουθώ».
Δημήτρης Τσιριγώτης. Φυσικός