Πώς να αναγνωριστεί ένας παθητικός επιτιθέμενος; Τέτοιου τύπου άνθρωποι σχεδόν πάντα «ξεχνούν» να εκπληρώσουν τις εντολές (αναθέσεις) τους. Στην ουσία, όμως, απλά περιμένουν μέχρι να το κάνετε εσείς.
Είναι πολύ επιρρεπείς στο να ασκούν κριτική, συχνά σχολιάζουν τους προϊσταμένους τους. Κάθε φορά που τους παρακαλάτε ακόμη και για το παραμικρό, τους δημιουργoύνται ένα εκατομμύριο ερωτήσεις και ανάγκη για διευκρινήσεις. Θα ξαναρωτάνε συνέχεια, ώσπου να αναγκαστείτε να απευθυνθείτε σε κάποιον άλλον, να σας κάνει τη χάρη που χρειάζεστε. Δεν θα σας μιλήσουν ποτέ αρνητικά μπροστά στα μάτια σας, δεν πρόκειται να ακούσετε να σας πουν ένα «όχι», όμως και την δουλειά που επιθυμείτε και τους αναζητάτε δεν θα την εκτελέσουν ποτέ.
Από τα πιο χαρακτηριστικά αυτού του τύπου των ανθρώπων είναι η τεμπελιά καθώς και η τάση προς τα παράπονα, την υποκρισία, το φόβο της κάθε αλλαγής, κάθε τροποποίησης, καθώς και η απόλυτη απροθυμία στο να συμμετάσχουν σε πάσης φύσεως αγώνες και διαγωνισμούς, όπως και η έντονη επιθυμία να μειώσουν στο ελάχιστο έως και να εκμηδενίσουν τις οποιεσδήποτε υποχρεώσεις τους.
Ως παθητικοί επιτιθέμενοι μπορούν να είναι στην κοινωνία μας ακόμη και τα παιδιά. Έχετε παρατηρήσει πολλές φορές ένα παιδί να κάνει ώρες απεριόριστες για να ετοιμάσει την σχολική του τσάντα, να πάρει πρωϊνό ή να κάνει τις ασκήσεις που έχει να μελετήσει στο σπίτι; Εσείς ως γονέας έχετε κουραστεί να επαναλαμβάνετε το ίδιο και το ίδιο, αλλά δημιουργείται η εντύπωση πως δεν ακούει καν τις παρακλήσεις σας. Όταν το φωνάζετε, δεν σας βρίζει, ούτε κλαίει, απλά δεν ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένη εντολή, σωπαίνει, επομένως εμφανίζεται ένα επεισόδιο ανυπακοής και αυτή η επίμονη σιωπή του, που αφήνει αναπάντητη κάθε προσπάθειά σας, σας αναγκάζει να περάσετε στο δωμάτιό του για να επικοινωνήσετε τελικά και να δείτε την ανταπόκριση. Σύμφωνα με τις απόψεις των δυτικών ερευνητών, ακριβώς τέτοιες περιπτώσεις της συμπεριφοράς των παιδιών απέναντι στους άλλους αποτελούν τα πρώτα επικίνδυνα σημάδια/δείγματα της παθητικής επιθετικότητας.
Πολύ συχνά, τέτοιου είδους προβλήματα αντιμετωπίζουν τα ακοινώνητα εγωκεντρικά παιδιά. Δεν μπορούν είτε δεν θέλουν να μοιραστούν αυτά που τους προβληματίζουν και ως συνέπεια απλά δεν ξέρουν πώς να αντιμετωπίσουν τις ανησυχίες και τους φόβους τους. Εάν δεν μάθουμε ένα ανήλικο από παιδί ακόμα να μιλάει για τα προβλήματά του, να τα δηλώνει, σε πιο μεγάλη ηλικία κινδυνεύουμε να το αφήσουμε ανίκανο να αντιμετωπίσει πολύ πιο σοβαρά θέματα. Τέτοιος τύπος συμπεριφοράς αποκλείει κάθε δυνατότητα της φυσικής επικοινωνίας και αποτελεσματικής συνεργασίας, τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Οι πιο σοβαρές και πλέον ασθενικές περιπτώσεις της παθητικής επιθετικότητας μπορούν να οδηγήσουν στην ψύχωση, την παράνοια και την κατάθλιψη.
Είναι παιδική άμυνα και μόνο;
Σύμφωνα με την άποψη του Δρ Barbier (Γαλλία), η παθητική επιθετικότητα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ασυνείδητη αυτοάμυνα. Ο άνθρωπος νομίζει ότι δεν έχει καθόλου υποχρεώσεις, αλλά μόνο δικαιώματα. Τέτοια στάση στη ζωή μπορεί να εξηγηθεί με το γεγονός ότι αυτού του είδους οι άνθρωποι από τα παιδικά τους χρόνια δεν έμαθαν να αναλαμβάνουν ευθύνες. Τους είχαν κακομάθει στην οικογένεια, χωρίς να περιορίζουν τις ενέργειές τους, χωρίς να τους μαθαίνουν να είναι υπεύθυνοι για αυτά που έχουν κάνει, όσο δυσάρεστα κι αν είναι αυτά, και τους επέτρεπαν σχεδόν τα πάντα. Και τώρα με το πέρασμα των χρόνων αυτή η αθώα συνήθεια ενός παιδιού κατάντησε να γίνει ένα ενοχλητικό πρόβλημα ενός ενηλίκου.
Σύμφωνα με το Γάλλο επιστήμονα Christophe André, οι παθητικοί επιτιθέμενοι αντιμετωπίζουν συνήθως δυο βασικά προβλήματα. Από τη μια, είναι η υπερευαισθησία που προέρχεται από την έλλειψη πίστης στις δυνατότητες του εαυτού τους. Αυτοί που πάσχουν από την παθητική επιθετικότητα έχουν συνεχόμενο φόβο και άγχος ότι είναι ανίκανοι μπροστά σε οποιοδήποτε πρόβλημα, θέμα, ζήτημα, δεν έχουν καμία πίστη στις δυνάμεις τους και έτσι προτιμούν να μετατοπίσουν την ευθύνη εις βάρος κάποιου άλλου. Από την άλλη όμως, δεν ξέρουν να προβάλλουν τις θετικές δυνατότητες του εαυτού τους, να αποδείξουν στο κοινό ότι κάτι αξίζουν και μπορούν. Βέβαια, η αιτία αυτών των προβλημάτων μπορεί να κρύβεται κάπου πολύ βαθειά μέσα τους, μπορεί να προκαλείται από κάποια τραγικά γεγονότα στη ζωή τους, π.χ. το θάνατο των αγαπημένων τους, κάποιου στενού συγγενή κτλ. Συνήθως, μετά από συγκλονιστικά γεγονότα στη ζωή μας αισθανόμαστε – και είναι απολύτως φυσιολογικό – «θύματα των περιστάσεων», γεγονός που σίγουρα μειώνει την ζωτική μας ενέργεια, την αυτοεκτίμησή μας.
Οι παθητικοί επιτιθέμενοι λειτουργούν με το σχήμα «ναι-όχι»: στα λόγια είναι το “ναι”, αλλά στις πράξεις αποδεικνύεται το “όχι”. Για παράδειγμα, μπορείτε να ζητήσετε από κάποιο συνάδελφό σας να βοηθήσει σε έναν επείγον απολογισμό. Ακολουθεί μια θετική απάντηση, όπως «Ναι, βεβαίως», αλλά στην πραγματικότητα δε συμβαίνει τίποτα, δεν υπάρχει κανένα αποτέλεσμα, και έτσι δημιουργείται μια εντύπωση ότι καθυστερεί σκόπιμα την διαδικασία.
Πρέπει να αντιλαμβάνεται κανείς πως ο παθητικός τρόπος της ζωής και η παθητική επιθετικότητα δεν είναι ίδια πράγματα. Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για απαθείς ανθρώπους, που δεν δηλώνουν κανένα απολύτως ενδιαφέρον για τίποτα, προτιμώντας για παράδειγμα να καθίσουν σπίτι παρά να περάσουν μια μέρα στην εξοχή είτε ακόμα να πάνε μια εκδρομή. Στη δεύτερη περίπτωση όμως έχουμε να κάνουμε με μια προβολή της εσωτερικής αντίστασης, δηλαδή τέτοιος άνθρωπος ημι-συνειδητά προκαλεί συγκρούσεις χωρίς να συμμετάσχει άμεσα ο ίδιος.
Ένας από τους λόγους τέτοιας συμπεριφοράς είναι η αδυναμία είτε ακόμη η απροθυμία να μοιράζεται κανείς τα δυσάρεστα συναισθήματά του με τους άλλους. Συχνά τέτοιοι άνθρωποι απλά έχουν ένα άγχος και μέσα τους ωριμάζει μια σκέψη όπως: «Κινδυνεύω πολύ, αν πω αυτό που πιστεύω, που σκέφτομαι». Κάποιοι από αυτούς πλέον έχουν συνηθίσει να ζουν στη «σκιά» των άλλων, και δεν τολμάνε να μιλήσουν, να εκφράσουν τις πεποιθήσεις τους.
Πώς φαίνεται κάτι τέτοιο στα παιδιά; Η βασική αρχή της λογικής τους διατυπώνεται ως εξής: «Δεν θέλω να κάνω αυτό που διέταξε η μαμά. Δεν θα διαφωνήσω, ούτε θα αντιδράσω, όμως θα το αφήσω όσο πάει και στο τέλος θα αναγκαστεί να το κάνει η ίδια». Εάν θυμώσετε, ανεβάσετε τον τόνο της φωνής σας (π.χ. «Έχω επαναλάβει τριάντα φορές να μαζέψεις τα παιχνίδια σου: γιατί είναι ακόμη εκει;»), το παιδί πιστεύει πώς «νίκησε», επειδή γίνατε έξαλλοι και ο ίδιος συνεχίζει να παίζει ήσυχα κι όμορφα. Και ακόμη μπορεί να σας κατηγορεί ότι του φωνάζετε! Έτσι, αρχίζετε να αισθάνεστε με απλά λόγια, ανόητα.
Φαίνεται σαν να κάνει το παιδί σταδιακές «προπονήσεις» στους γονείς να το αφήσουν στην ησυχία του, να μην το πειράζουν, και να μην ζητάνε πολλά. Τα παιδιά προσποιούνται πως δεν μπορούν να κάνουν κάτι μόνα τους για να το κάνουν άλλοι (π.χ. να πλύνουν τα πιάτα, να ξεσκονίσουν, να τακτοποιήσουν τα ρούχα τους κτλ.). Αυτό το φαινόμενο ονομάζεται στην επιστήμη της ψυχολογίας ως «αποκτημένη ανικανότητα»
Έτσι, σιγά – σιγά κατεβάζουμε τα χέρια μας, υποχωρούμε, και σταματάμε να αντιστεκόμαστε στον πεισματάρη. Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι με αυτόν τον τρόπο κάνουμε ακόμη χειρότερα στο παιδί και η κατάσταση οδηγείται σε αδιέξοδο. Αντιθέτως, πρέπει με τις δικές μας πράξεις, με τη συμπεριφορά μας, να προετοιμάσουμε τα παιδιά στον αγώνα της ενήλικης ζωής τους, όταν κανείς δεν θα δέχεται ούτε θα υποχωρεί στις ιδιοτροπίες τους και στα «κλάματα».
Ευτυχώς, η περίπτωση αυτή έχει διέξοδο και μπορεί να διορθωθεί. Από την πολύ μικρή ηλικία πρέπει να μάθετε στα παιδιά να μιλάνε γι’αυτό που δεν τους αρέσει, που τους προκαλεί πρόβλημα είτε δυσαρέσκεια. Δεν πρέπει να φοβούνται και να αγχώνονται για να εκφράσουν τα αρνητικά τους συναισθήματα, θυμό είτε στεναχώρια –φυσικά εντός λογικών ορίων-. Ωστόσο και οι ίδιοι οι γονείς θα πρέπει επίσης να είναι ειλικρινείς με τα παιδιά τους, γιατί η μητέρα και ο πατέρας αποτελούν τα πρώτα ζωντανά πρότυπα για να μιμούνται τα μικρά. Οι νέες πληροφορίες αντιλαμβάνονται από τα παιδιά πολύ πιο γρήγορα και πολύ πιο καλά, όταν έχουν μπροστά τους ένα ζωντανό παράδειγμα, σε σχέση με μια ηθικο-διδακτική συζήτηση.
Υπάρχει μια άποψη πως οι γονείς, σε περίπτωση που εκνευρίζονται, πρέπει με την πρώτη να συμμαζεύονται και να κρατάνε μέσα τους τα αρνητικά και τα δυσάρεστα μπροστά στα παιδιά. Όμως αυτό δεν είναι και τόσο σωστό. Τα μικρούλια πρέπει να βλέπουν ότι ο καθένας μπορεί να θυμώσει ακόμη και να εκνευριστεί πολύ. Όμως, το πιο σημαντικό είναι να διδάξουμε στα παιδιά με το δικό μας παράδειγμα να μάθουν να ελέγχουν τους εαυτούς τους, να μπορούν να συγκρατούν το θυμό και τη στεναχώρια, να γίνουν με άλλα λόγια «κύριοι» του εαυτού τους. Στις οικογένειες, όπου οι γονείς δεν ξέρουν να συγκρατιούνται και τα «σπάνε» μπροστά στα μάτια των παιδιών, τα μικρά φυσικά και δεν θα μάθουν ποτέ τι θα πει ο αυτοέλεγχος.
Θερμά ευχαριστούμε για την μετάφραση από τα ρώσικα την κα
Πηγή: letidor.ru