16.6 C
Αθήνα
1 Δεκεμβρίου, 2024
Ψυχολογία

Νοσταλγία: φίλος ή τροχοπέδη προσωπικής εξέλιξης;

Η ετυμολογική έννοια της λέξης «νοσταλγία» είναι: «ο ψυχικός πόνος που προκαλεί η λαχτάρα και η προσμονή της επιστροφής στην πατρίδα». Η πιο σύγχρονη σημασία είναι: «η λαχτάρα για τα περασμένα».

Τι είναι, αλήθεια, η νοσταλγία; Πότε, γιατί και υπό ποιες προϋποθέσεις βιώνουμε νοσταλγικά αισθήματα; Τα βιώνουμε όλοι με τρόπο παρόμοιο; Νιώθουμε όλοι το ίδιο στο άκουσμα ενός τραγουδιού που μας παραπέμπει στην εποχή του πρώτου μας έρωτα, ενός ερεθίσματος που μας θυμίζει τα αρωματικά κουλουράκια της γιαγιάς μας ή η οσμή ενός σώματος που μας παραπέμπει σε κάτι πολύ οικείο και γλυκό από τα παλιά;

Λατρεύω αυτές τις αναπολήσεις, τις μνήμες και τα αισθήματα χαρμολύπης που, όταν δεν εξιδανικεύονται παραμορφωτικά και δεν αποπροσανατολίζουν, ζεσταίνουν την ψυχή σε στιγμές που το έχουμε ανάγκη…

Ιστορική αναδρομή

Ο όρος «νοσταλγία» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1678 από έναν νεαρό φοιτητή της ιατρικής, τον Johannes Hofer, και αποτελείται από τις λέξεις «νόστος» που σημαίνει επαναπατρισμός, και «άλγος» που σημαίνει πόνος. Ο Hofer παρατήρησε πως υπήρχαν Ελβετοί στρατιώτες, σε αποστολές μακριά από την πατρίδα τους, που εμφάνιζαν μια παθολογική νοσταλγία για την πατρίδα τους. Δεν μιλούσαν, ήταν απαθείς, κλείνονταν εντελώς στον εαυτό τους, βασανίζονταν από έμμονες σκέψεις και, τελικά, γίνονταν παντελώς αδιάφοροι απέναντι στην ίδια τη ζωή. Ο μόνος τρόπος που βοηθούσε στη βελτίωση της σοβαρότατης κατάστασής τους ήταν ο επαναπατρισμός τους.

Στην εποχή που ζούμε, ποτέ δεν θα χορηγούνταν φάρμακα για την αντιμετώπιση της νοσταλγίας. Αυτό ακριβώς, όμως, συνέβαινε στο χρονικό διάστημα μεταξύ του 17ου και 19ου αιώνα, δηλαδή τότε που η νοσταλγία, από τη στιγμή που θεωρούνταν ως ασθένεια, μερικές φορές ακόμα και θανατηφόρα, που έπρεπε να αντιμετωπίζεται, όπως και κάθε άλλη ασθένεια, φαρμακευτικά. Στην Ελβετία, οι γιατροί θεωρούσαν πως το όπιο, οι βδέλλες και τα ταξίδια στις ελβετικές Άλπεις βοηθούσαν στην εξάλειψη των συμπτωμάτων της νοσταλγίας.

Στη διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, η νοσταλγία άρχισε σταδιακά να μην θεωρείται πλέον ως ιατρική διάγνωση, αλλά ως αντιδραστική ονειροπόληση ενός καλύτερου παρελθόντος, κυρίως εξαιτίας μιας αδυναμίας προσαρμογής. Για τις σημαντικές αλλαγές της εποχής εκείνης, κάθε είδους νοσταλγικό συναίσθημα θεωρούνταν ως τροχοπέδη της εξέλιξης που έπρεπε, με κάποιον τρόπο, να αποτραπεί.

Επινοήθηκε, λοιπόν, αντί της νοσταλγίας, ο όρος «νευρασθένεια» που σημαίνει ευερεθιστότητα και μόνιμο αίσθημα κόπωσης. Το να νιώθει κάποιος εξουθενωμένος και υπερβολικά πιεσμένος ήταν αποδεκτό, όχι όμως και το να νιώθει νοσταλγία που θεωρούνταν ως αντιδραστική στάση ζωής. Στην ουσία, όμως, το να νιώθει κάποιος πίεση και εξουθένωση, δηλαδή να έχει νευρασθένεια, είναι ταυτόσημο με τη νοσταλγία. Είναι, δηλαδή, σαν να νιώθει αποξένωση απέναντι στο περιβάλλον του και να μην είναι σε θέση να συντονιστεί με τους σύγχρονους ρυθμούς και τις απαιτήσεις που θέτει ο περίγυρος και ο μοντέρνος τρόπος ζωής.

Η προσαρμογή στις απαιτήσεις εκείνης της εποχής δεν είχαν να κάνουν μόνο με τη φυγή προς τις μεγάλες πόλεις ή τη μετανάστευση σε άλλες χώρες, αλλά και με τη βίαιη διακοπή ενός τρόπου ζωής πολλών γενεών. Με άλλα λόγια, οι μεγάλες αυτές αλλαγές ήσαν όχι μόνο γεωγραφικές, αλλά, επίσης, κοινωνικές και συναισθηματικές, αποκόπτοντας τον άνθρωπο από παραδόσεις, πρότυπα και συστήματα αξιών που αποτελούσαν τους βασικούς πυλώνες της ζωής του.

Όσο δυσθεώρητος γίνεται ο κόσμος μας τόσο ευκολότερα και εντονότερα καλλιεργούμε εντός μας το μύθο του μικρού χωριού, του φτωχικού πατρικού και της βρεγμένης φέτας ψωμιού με κανέλα και ζάχαρη ή με λάδι και ρίγανη. Σε αυτά υπάρχει η παρηγοριά, η αίσθηση ασφάλειας, κοινότητας και οικειότητας. Κάτι από αυτά βρίσκονταν πίσω και από την εμφάνισητων διαφόρων κινημάτων των δεκαετιών του ΄60 και ΄70, όπως, για παράδειγμα, τους Χίπις (τα λεγόμενα παιδιά των λουλουδιών) κ.ά. Επιστροφή, δηλαδή, στη φύση, την αμεσότητα, την απλότητα, την κοινότητα κ.ά.

Όμως, όπως και οτιδήποτε άλλο, που από ανάγκη χρειάζεται να αρνηθούμε, να ξορκίσουμε ή να απωθήσουμε, το βρίσκουμε κάποια στιγμή μπροστά μας, και μάλιστα σε εντονότερη μορφή, το ίδιο συνέβη και συμβαίνει και με τη νοσταλγία, που αποτελεί τον μόνιμο συνοδοιπόρο κάθε εκμοντερνισμού, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο συγκαλυμμένη. Ο 20ος αιώνας ξεκίνησε με μια ουτοπική πίστη για το μέλλον, αλλά τελείωσε με μια μεταμοντέρνα νοσταλγική διάθεση που είναι διάχυτη σε όλες τις μοντέρνες κοινωνίες μέχρι και σήμερα.

Σε κοινωνίες, για παράδειγμα, όπως η Ρωσία, που, κατά τη διάρκεια της Σοβιετικής Ένωσης, βίωσαν το πολύ σκληρό πρόσωπο μιας αυταρχικής διακυβέρνησης των τότε κομμουνιστικών καθεστώτων, η νοσταλγία ολοένα και περισσότερων ατόμων για τις εποχές εκείνες και για ηγέτες, ακόμα και αιμοσταγείς, όπως ο Στάλιν, γίνεται όλο και πιο έντονη.

Από την άλλη, παρατηρούμε, επίσης, μια συστηματική καπήλευση της νοσταλγικής διάθεσης ολοένα και περισσότερων ατόμων από σύγχρονες εθνικιστικές, νεοναζιστικές και άκρως συντηρητικές δυνάμεις και μορφώματα που, εξωραΐζοντας, ακόμα και παραποιώντας μνήμες, προσπαθούν να προσελκύσουν οπαδούς, εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου για μεγαλύτερη ασφάλεια, προβλεψιμότητα, εγγύτητα και ηρεμία.

Μετά το μισό του 20ου αιώνα και με τη συμβολή της εξέλιξης της επιστήμης της ψυχολογίας, δόθηκε μια θετική χροιά στο φαινόμενο της νοσταλγίας η οποία σχετίστηκε με οικογενειακά αισθήματα όπως η αγάπη, η ζήλεια και ο φόβος, παρά με μια αντιδραστική/συντηρητική στάση ζωής ή με διάφορες ψυχοπαθολογικές καταστάσεις (π.χ. η μελαγχολία, το καταναγκαστικό σύνδρομο, η ανορεξία, η κλειστοφοβία κ.ά.), όπως συνέβαινε στο παρελθόν.

Το φαινόμενο της νοσταλγίας αρχίζει, όμως, και πάλι να εξετάζεται από κλινική οπτική. Υπάρχουν αυτοί που μιλούν για «νοσταλγική καθήλωση», για παράδειγμα, σε περιπτώσεις ψυχικής ασθένειας εξαιτίας μιας μετανάστευσης ή αναγκαστικής φυγής από τον τόπο διαμονής. Στις περιπτώσεις αυτές, το άτομο γαντζώνεται τόσο έντονα σε αυτά που έχασε, σε σημείο που να είναι σχεδόν αδύνατη η οποιαδήποτε προσαρμογή του στο νέο του περιβάλλον, κάτι που εκδηλώνεται διαμέσου διαφόρων μορφών ψυχικών διαταραχών.

Ορισμός και έννοια της νοσταλγίας

Η ετυμολογική έννοια της λέξης «νοσταλγία» είναι: «ο ψυχικός πόνος που προκαλεί η λαχτάρα και η προσμονή της επιστροφής στην πατρίδα». Η πιο σύγχρονη σημασία είναι: «η λαχτάρα για τα περασμένα».

Κάποιοι επιστήμονες ορίζουν τη νοσταλγία ως τη λαχτάρα για μια πατρίδα που πλέον δεν υπάρχει και που ίσως ποτέ να μην υπήρξε. Η νοσταλγία είναι ένα αίσθημα απώλειας και μετάθεσης, αλλά επίσης και ένα ειδύλλιο με την ίδια τη φαντασία μας. Η νοσταλγία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα ιστορικό αίσθημα καθώς μπορεί μεν να αντιπροσωπεύει τη λαχτάρα για έναν τόπο (όχι με την γεωγραφική έννοια, αλλά ως δυνατότητα κοινότητας και συνύπαρξης με άλλους), αλλά στην ουσία πρόκειται για τη λαχτάρα για μια άλλη εποχή, π.χ. για την παιδική ηλικία, για την εποχή ενός μεγάλου έρωτα κ.τ.λ.

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο πως στη διάρκεια περιόδων μεγάλων προσωπικών και συλλογικών αλλαγών -όπως, για παράδειγμα, η μετάβαση από την παιδική στην εφηβική ηλικία, από τη νεότητα στην ώριμη ηλικία, στη γονεϊκότητα, στη γήρανση, σε καταστάσεις κρίσης ή μεγάλων καταστροφών/απωλειών, και εξαιτίας της ξέφρενης «μοντερνοποίησης» της ζωής και των κοινωνιών που ζούμε- η νοσταλγία, σε πολλούς από εμάς, γιγαντώνεται, λειτουργώντας ως αναγκαία ανάσα και ως πρόσβαση/στάση σε μια όαση ηρεμίας και σε μια αίσθηση οικειότητας και προβλεψιμότητας που λείπουν από τη ζωή μας.

Υπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις ατόμων στα οποία η νοσταλγία για τα περασμένα δεν είναι παρά η έκφραση ενός έντονου φόβου για αλλαγές και αναπροσαρμογή, και μιας άμυνας απέναντι σε αυτόν, ιδιαίτερα όταν οι αλλαγές αυτές είναι γρήγορες και έντονες, δυσκολεύοντας ακόμα περισσότερο τη δυνατότητα προσαρμογής. Μία τέτοιου είδους νοσταλγία καθηλώνει και εμποδίζει την προσαρμογή και την προσωπική εξέλιξη σε ένα συνεχώς και γρήγορα μεταβαλλόμενο περιβάλλον.

Γενικά, θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι σαφές πως η νοσταλγία είναι ένας τρόπος για εμάς τους ανθρώπους να δραπετεύουμε, όποτε μας είναι απαραίτητο, από έναν κόσμο που τον βιώνουμε σκληρό, ψυχρό και, ως ένα βαθμό, αφιλόξενο. Με τον τρόπο αυτό, δημιουργούμε στους εαυτούς μας μια αίσθηση πως ανήκουμε κάπου, ενισχύοντας ταυτόχρονα την αίσθηση ταυτότητάς μας.

Τα διάφορα αντικείμενα από το παρελθόν ή που συμβολίζουν κάτι από αυτό (φωτογραφίες, ενθύμια κ.τ.λ.) αποκτούν ιδιαίτερη συναισθηματική και συμβολική αξία καθώς λειτουργούν ως συγκεκριμένοι δείκτες του χρόνου που έχει περάσει, δίνοντάς μας μια αίσθηση επαναπόκτησης μέρους της παιδικής μας ηλικίας και αγαπημένων χρόνων που πέρασαν. Με άλλα λόγια, η νοσταλγία μας βοηθά να διατηρήσουμε την επαφή με την ιστορία της ζωής μας, ιδιαίτερα σε καιρούς εξωφρενικά γρήγορους και απρόσωπους, όπου η επωνυμία αποκτά την έλξη και την εκτυφλωτική της λάμψη εξαιτίας της χάσκουσας ανωνυμίας και της αποξένωσης των πολλών.

Η σύγχρονη νοσταλγία για τη χαμένη πατρίδα

Όλοι σχεδόν αναφέρονται στο χρηματικό κόστος του προσφυγικού προβλήματος που έχει αναχθεί σε μείζον πολιτικό θέμα/πρόβλημα στα περισσότερα μέρη του πλανήτη. Πόσοι, όμως, έχουν αναρωτηθεί μέχρι στιγμής ποιο είναι το συναισθηματικό κόστος όλων αυτών των ανθρώπων; Υπολογίζεται πως, αυτή τη στιγμή, οι άνθρωποι που έχουν αναγκαστεί, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, να φύγουν από τις πατρίδες τους είναι περίπου 65 εκατομμύρια.

Αυτό σημαίνει πως, κάθε λεπτό που περνά, 24 άνθρωποι αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους εξαιτίας πολέμων, θρησκευτικών διωγμών, εθνικιστικών διακρίσεων, βίας, ανείπωτης φτώχιας και άλλων τραγωδιών, σχεδόν χωρίς ελπίδα για το τι μέλει γενέσθαι. Επίσης, οι απανταχού μετανάστες ανά τον κόσμο ξεπερνούν τα 250 εκατομμύρια.

Ποιος, όμως, ασχολείται με τον απύθμενο πόνο και τη νοσταλγία αυτών των ανθρώπων που έχασαν τα πάντα και κυρίως κάθε δυνατότητα επιστροφής στον τόπο που γεννήθηκαν και έζησαν; Τα παθολογικά ανατομικά ευρήματα της καρδιάς ατόμων που πέθαναν από σοβαρής μορφής νοσταλγία στη διάρκεια του 19ου αιώνα απέδειξαν πως ο όρος «ραγισμένη καρδιά» δεν αποτελεί μύθο, αλλά πραγματικότητα. Αυτό επιβεβαιώνεται επίσημα πλέον και από τη σύγχρονη επιστήμη.

Η θλίψη και το συναισθηματικό στρες μπορούν να προκαλέσουν καταστάσεις που μοιάζουν κατά πολύ με έμφραγμα του μυοκαρδίου, όπως η καρδιακή κάμψη. Τα συμπτώματα είναι έντονη αίσθηση πίεσης στο στήθος, δύσπνοια και άγχος, δηλαδή ακριβώς τα συμπτώματα που αναφέρονται σε περιπτώσεις σοβαρής μορφής νοσταλγίας.

Νοσταλγία σημαίνει απώλεια. Όμως, όχι μόνο μιας πατρίδας αλλά και της γλώσσας, της οικογένειας, των φίλων, των συνηθειών, των αξιών, των μύριων διαφορετικών ερεθισμάτων, μνημών, παραδόσεων και τόσων άλλων. Όλα αυτά, στην ουσία, σημαίνουν απώλεια της προσωπικής ταυτότητας, της αίσθησης κοινότητας με άλλους και πως ανήκουμε κάπου.

Επίλογος

Οι λέξεις αποκτούν συνήθως διαφορετική έννοια σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Μπορεί να εξαφανιστούν και να επανεμφανιστούν. Στις μέρες μας, η νοσταλγία αντιπροσωπεύει μια γλυκόπικρη και συχνά βαριά αίσθηση απώλειας και λαχτάρας για κάτι που έχει χαθεί ανεπιστρεπτί. Η λέξη «πατρίδα» είναι περισσότερο ένας υπαρξιακός χώρος που, από απόσταση, συνήθως μεταμορφώνεται και ωραιοποιείται.

Σε περιόδους υπαρξιακής αβεβαιότητας και ανησυχίας, δίνουμε στον εαυτό μας τη δυνατότητα να ξαναγυρίσει νοερά σε κάτι που θεωρούμε ως αυθεντικό και ασφαλές. Αυτός είναι ο κυριότερος λόγος ύπαρξης της νοσταλγίας. Όχι ως ένα είδος ουτοπίας ή ψευδαίσθησης, αλλά ως ένας ενεργητικός και προσωπικός τρόπος να μεταμορφώνουμε το χρόνο σε τόπο ο οποίος μας παρέχει την αναγκαία ασφάλεια και ηρεμία και στον οποίο μπορούμε να μπαινοβγαίνουμε, όποτε το έχουμε ανάγκη, ώστε να βρούμε την απαραίτητη εσωτερική μας ισορροπία.

Στις μέρες μας, όμως, κυριαρχεί η νοοτροπία του άσπρου/μαύρου. Είτε είσαι με το κύμα των πολλών και τότε θεωρείσαι υγιής και «φυσιολογικός» είτε είσαι «στην απ΄έξω» και θεωρείσαι προβληματικός, ιδιόρρυθμος, ευάλωτος και ψυχικά διαταραγμένος.

Ποιος, αλήθεια, τολμά να τηλεφωνήσει στη δουλειά του, αναφέροντας πως χρειάζεται να μείνει σπίτι για να βρει την ηρεμία του; Η ασθένεια, κυρίως η σωματική, είναι η μόνη κοινωνικά αποδεκτή μορφή απόκλισης. Ίσως για τον λόγο αυτό υπάρχει και η τάση να θεωρούνται ως ασθένειες διάφορες συναισθηματικές ανάγκες, ίσως ακόμα και η ανάγκη μας για εγγύτητα και ασφάλεια…

Σάββας Ν. Σαλπιστής, Ph.D., Κλινικός Ψυχολόγος Πανεπιστημίου Στοκχόλμης Διπλωματούχος Ψυχοθεραπευτής Βασιλικού Ιατροχειρουργικού Ινστιτούτου Karolinska Στοκχόλμης

Πηγή: i-psyxologos.gr

Εμείς το διαβάσαμε και μας άρεσε στο dailyreader.gr

Σχετικά άρθρα

Hikikomori, το σύνδρομο που δημιουργεί γενιές απομονωμένων ανθρώπων και πώς να το αναγνωρίσετε

Οι κίνδυνοι της εθελοτυφλίας

Α. Δαρζέντας – Η βιολογία της βίας και επιθετικότητας

Sexting και επικινδυνότητα για παιδιά και εφήβους

O Dreamer και Εσύ: Άλλαξε τον εαυτό σου και τότε θα αλλάξει και η ζωή σου

Κακοποίηση/παραμέληση: Διαχείριση της αποκάλυψης από εκπαιδευτικούς

Αφήστε ένα σχόλιο