Είναι πραγματικά δημοκρατική και εναλλακτική εκπαίδευση η εκπαίδευση σε ένα εντελώς ανοικτό πλαίσιο; Είναι δημοκρατική εκπαιδευση η εκπαίδευση που έχει ως μοναδικό στόχο την σχολική “ευεξία”;
Τελευταία γίνεται μια μεγάλη συζήτηση σχετικά με την αποσχολειοποίηση και τα εναλλακτικά σχολεία. Aν και η ιδέα αυτή κρατάει από παλιά, από την δεκαετία του `60, αν και αναλύθηκε εις βάθος από την ακαδημαϊκή κοινότητα, αν και έχουν εντοπιστεί τα εκπαιδευτικά αδιέξοδα αυτής της θεωρίας, ωστόσο, επανήλθε στο προσκήνιο με έντονο τρόπο, ως μια νέα πρόταση και η μοναδική λύση για τα προβλήματα της εκπαίδευσης. Σε εκείνες τις δεκαετίες πίσω, η συζήτηση αυτή ξεκίνησε κυρίως για το θέμα των κοινωνικών ανισοτήτων που προωθεί το ενιαίο σχολείο, σήμερα ωστόσο βλέπουμε πως η αμφισβήτηση και η αποδόμηση του κλασικού σχολείου, προτείνεται ως κεκτημένο δικαίωμα ελευθερίας με στόχο την καλύτερη διαχείριση των ατομικών επιλογών και επιθυμιών.
Η απαξίωση του σχολείου έχει αποκτήσει μια κοινή ρητορική που τη συναντάς σε κάθε πολιτική σφαίρα. Θα δεις άρθρα για αυτήν από το Indy media μέχρι και σε νεοφιλελεύθερες οικονομικές εφημερίδες . Για διαφορετικούς λόγους ο καθένας φυσικά αλλά επικρατεί αυτή η ιδέα, πως αν αποδομηθεί η κλασική διάσταση της εκπαίδευσης όλα θα διορθωθούν (από την παγκόσμια ειρήνη μέχρι το ελληνικό χρέος).
Ωστόσο παρατηρούμε ένα φαινόμενο που εγείρει πολλά ερωτήματα. Η έντονη και κάποιες φορές επιθετική αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητας του σχολείου δεν γίνεται πια από ανθρώπους που βρίσκονται κοντά στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και που διεκδικούν καλύτερη εκπαίδευση για τους λιγότερο τυχερούς κοινωνικά μαθητές, όπως γινόταν στην δεκαετία του 60. Δεν θα δεις αυτή τη συζήτηση για εναλλακτική παιδεία να γίνεται για τα παιδιά προσφύγων ή για τα τσιγγανόπαιδα. Γίνεται περισσότερο από τους γονείς των παιδιών που έχουν κοινωνικά προνόμια και από οικονομικούς οργανισμούς όπως ο ΟΟΣΑ. Τα πρότυπα σχολεία που προτείνονται προς αντιγραφή, προέρχονται από αναπτυγμένες χώρες που έτσι κι αλλιώς έχουν υψηλά ποσοστά κοινωνικής πρόνοιας με υψηλό ΑΕΠ και πάντα από σχολεία ιδιωτικά που έχουν δημιουργηθεί σε ειδικές και ελεγχόμενες συνθήκες. Τα πρότυπα εναλλακτικά σχολεία που προτείνονται συνήθως, έχουν ως μαθητικό δυναμικό παιδιά που βρίσκονται εκεί με καταβολή διδάκτρων και που το σχολείο δεν είναι η μοναδική εκπαιδευτική πρακτική που βιώνουν. Πλέον το καλό και εναλλακτικό σχολείο θεωρείται εκείνο που έχει υλικοτεχνικές υποδομές και πρόσβαση σε φυσικό περιβάλλον. Αν και το περιβάλλον του σχολείου, είναι ένας “δάσκαλος” για το παιδί και ένα στοιχείο που το βοηθάει να εξελιχθεί προσφέροντας ερεθίσματα, ωστόσο σε περιθωριοποιημένες μαθητικές ομάδες, η υλικοτεχνική υποδομή έχει δείξει πως ελάχιστη επιρροή μπορεί να έχει και πως μάλλον η αρνητική επιρροή στην επίδοση των μαθητών προερχόταν από εξωτερικούς από το σχολείο παράγοντες. Οι έρευνες δείχνουν πως μάλλον έχει περισσότερο νόημα η ποιοτική χρήση των υλικοτεχνικών υποδομών. Ως ακρογωνιαίος λίθος σε αυτά τα ιδανικά εκπαιδευτικά περιβάλλοντα, προτείνεται το ελευθεριακό ιδιωτικό σχολείο του Σάμερχιλλ που όσο γοητευτικό και αν είναι ως πρόταση, ξεχνάμε να αναφέρουμε πως απευθύνθηκε και δημιουργήθηκε για παιδιά που έτσι κι αλλιώς είχαν και άλλες επιλογές και αυτός είναι ο λόγος που δεν κατάφερε να αξιοποιηθεί ως ένα σχολείο που μπορεί να καλύψει τις εκπαιδευτικές ανάγκες σε όλους τους μαθητικούς πληθυσμούς (Σε αντίθεση με άλλα σχολειά που αν και ξεκίνησαν ιδιωτικά, έγιναν δημόσια και επιβίωσαν σε βάθος χρόνου για πολλές δεκαετίες, πχ Reggio Emilia).
Ωστόσο η ανάγκη για ποιοτική βελτίωση της εκπαίδευσης είναι υπαρκτή. Πώς θα αλλάξει το ελληνικό σχολείο; Από ποιον; Πώς θα δούμε το σχολείο να γίνεται αποτελεσματικό; Θα γίνει εάν καταργηθούν οι βαθμοί και το Αναλυτικό πρόγραμμα; Θα γίνει εάν υιοθετήσουμε το Φινλανδικό μοντέλο; Θα γίνει εάν αντικαταστήσουμε τις καρέκλες με μπάλες της πιλάτες; Θα γίνει εάν κάνουμε περισσότερη τέχνη και αντί για θεωρία τα παιδιά παίζουν βιωματικά παιχνίδια; Θα γίνει εάν συναποφασίζουν οι γονείς σε παιδαγωγικά θέματα; Μπροστά το παιδί; Πρώτα ο μαθητής;
Θα μιλήσω ξανά για την Κριτική παιδαγωγική η οποία βάζει μάλλον “πρώτα τον δάσκαλο” και ορίζει πως η ποιότητα της εκπαίδευσης θα αλλάξει εάν αναθεωρηθεί ο ρόλος του. Πρώτα ο δάσκαλος ως ένας οργανικός (πρακτικός) «διανοούμενος της αλλαγής», ένας πολιτικοποιημένος λειτουργός (και όχι κομματικοποιημένος) ο οποίος θα συνειδητοποιήσει την (κοινωνική) ανάγκη και θα επινοήσει τρόπους για να την αντιμετωπίσει. O Freire ονόμαζε τη διαδικασία αυτή «εξανθρωπισμό».
Ο εξανθρωπισμός μπορεί να σημαίνει όταν ο δάσκαλος και η σχολική κοινότητα γενικά, λαμβάνει υπόψιν την κοινωνική προέλευση των μαθητών και το μορφωτικό κεφάλαιο της οικογένειας τους και ανάλογα οργανώνεται. Εξανθρωπισμός μπορεί να σημαίνει το σχολείο που κατανοεί πως για κάποια παιδιά θα είναι η μια και μοναδική ευκαιρία τους να λάβουν όρια, εκπαίδευση και κουλτούρα. Το σχολείο μπορεί να είναι η μόνη διέξοδος για κάποια παιδιά για να αλληλεπιδράσουν με έναν κόσμο διαφορετικό από αυτόν που τους προσφέρεται από την οικογένεια και θα πρέπει να είναι οργανωμένο έτσι ώστε να εκμεταλλεύεται κάθε χρονική στιγμή ώστε αυτή η μοναδική ευκαιρία να έχει νόημα, τόσο για το παρόν, όσο και για το μακρινό μέλλον του παιδιού.
Ειδικά θα μπορούσαμε να πούμε πως σε μια περίπτωση σχολείου μπορεί η κατάργηση της βαθμολογίας ή του αναλυτικού προγράμματος να είναι αποτελεσματική. Σε άλλη περίπτωση μπορεί όχι. Μπορεί σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο να έχει νόημα η προσπάθεια να εφαρμοστεί η ιδέα του Φινλανδικού μοντέλου. Μπορεί σε κάποιο άλλο η υλικοτεχνική υποδομή να μην μπορεί να προσφέρει αλλαγή στη γνωστική εξέλιξη του παιδιού και να χρειάζονται πιο “συντηρητικές” μεθόδους. Γι αυτές τις διαφοροποιήσεις μιλάει η Κοινωνιολογία της εκπαίδευσης. Το τι μπορεί να νομίζουμε εμείς ως εναλλακτικό, αντιαυταρχικό ή δημοκρατικό σχολείο και τι μπορεί να είναι πραγματικά είναι μια μεγάλη συζήτηση. Το να αφήσω ένα παιδί να ζωγραφίζει όλη την ημέρα και να αποφασίζει εκείνο την εκπαιδευτική δραστηριότητά που επιθυμεί, μπορεί να έχει ένα νόημα για ένα παιδί που το απόγευμα θα έχει ευκαιρίες στο ιδιαίτερο μάθημα ή στο φροντιστήριο για να διορθώσει την ορθογραφία και τα μαθηματικά του. Για κάποια άλλα παιδιά, πολλά, το σχολείο είναι η μόνη τους ευκαιρία να μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν. Έρευνες έχουν δείξει, ειδικά στον αναπτυσσόμενο κόσμο, στο οποίο η εκπαίδευση που προσφέρεται εκεί είναι στην κλασική της μορφή και μόνο, πως η ένταξη έστω σε μερικές σχολικές τάξεις και η βασική κατανόηση της γραφής και της ανάγνωσης, βοηθάει δραματικά την εξέλιξη του παιδιού αλλά ακόμα και της οικογένειάς του. Ένας άνθρωπος που ξέρει να διαβάζει και να γράφει έρευνες έχουν δείξει πως έχει περισσότερες πιθανότητες να έχει καλύτερη υγειά και να ζήσει περισσότερο. Το έχουμε δει και οσοι εργαζόμαστε στην εκπαιδευση των παιδιών προσφυγων. Τα ανοικτά πλαίσια, η μή τυπικές δραστηριότητες, είναι ωφέλιμες και θεραπευτικές αλλά δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την διδασκαλία στην κλασική της μορφή, με το συγκεκριμένο πρόγραμμα και τα δομημένα όρια που πολύ συχνά γίνονται αίτημα και απο τα ίδια τα παιδιά και τους γονείς τους. Γιατι παιδια και οικογένειες ερχόμενες από χώρες οπου τους στερούσαν το δικαίωμα της εκπαίδευσης, αναγνωρίζουν τη σημασία της κλασικής μεθοδολογίας και την προτιμούν, μας δίνει πληροφορίες που πρεπει να επεξεργαστούμε.
Οι εναλλακτικές και μη τυπικές μορφές εκπαίδευσης είναι χρήσιμες και βοηθητικές ως εργαλεία στην φαρέτρα του εκπαιδευτικου. Αλλά η κλασική μορφή τη εκπαίδευσης μπορεί να είναι περισσότερο αποτελεσματική σε ειδικούς πληθυσμούς ανθρώπων. Και όταν λέω ειδικούς δεν εννοώ μόνο τα παιδιά των οικονομικά ασθενών οικογενειών. Παρά την πληθώρα των εκπαιδευτικών ευκαιριών και ερεθισμάτων σήμερα, παρά την ανοχή στα όρια του παιδιού και στον πειραματισμό σε εναλλακτικές προσεγγίσεις, είναι κοινή διαπίστωση στην εκπαιδευτική κοινότητα πως ζούμε ένα νέο είδος αναλφαβητισμού αφου έχουμε παιδιά που πηγαίνουν στο Γυμνάσιο και δεν ξέρουν να διαβάζουν ή να κατανοούν ένα κείμενο.
Εάν ο στόχος είναι η εφαρμογή της εναλλακτικής εκπαίδευσης ως μόνη ορθή πρακτική, αυτό μπορεί στις προεκτάσεις της να μην είναι μια δημοκρατική πράξη αφού στην πραγματικότητα δεν αξιοποιεί την ευκαιρία να ενδυναμώσει γνωστικά το παιδί και επισφραγίζει το μέλλον του σε μια συνεχόμενη ευαλωτότητα.
Το επιτυχημένο εκπαιδευτικό μοντέλο είναι αυτό που λαμβάνει υπόψη την κοινωνική καταγωγή του παιδιού και έχει επικεντρώσει όχι μόνο στην προσωρινή σχολική “ευεξία”, αλλά έχει στόχο να προικίσει και να θωρακίσει γνωστικά το παιδί ώστε να εξασφαλίσει ένα ασφαλές μέλλον. Όλα τα υπόλοιποι είναι για να τα συζητήσαμε στο διαδίκτυο.
Για περισσότερα σας προτείνω να διαβάσετε το άρθρο:
Κώστας Θεριανός Η αμφισβήτηση του σχολείου στη δεκαετία του ’60