Ένας άνθρωπος βάζει σκοπό της ζωής του να ζωγραφίσει τον κόσμο. Χρόνια ολόκληρα γεμίζει μια επιφάνεια με εικόνες από επαρχίες, βασίλεια, βουνά, κόλπους, καράβια, νησιά, ψάρια, σπίτια, εργαλεία, άστρα, άλογα κι ανθρώπους. Λίγο πριν πεθάνει, ανακαλύπτει ότι αυτός ο υπομονετικός λαβύρινθος των γραμμών σχηματίζει την εικόνα του προσώπου του. Χορχε Λουϊς Μπορχες
Ακριβως στα νότια του ποταμού Χω, στην κεντρική Βόρεια Καρολίνα, βρίσκεται η παλιά υφαντουργική πόλη Μπέρλινγκτον. Είναι ένας τόπος γνωστός για τους μπλε ερωδιούς, τα καπνά και τις ζεστές, υγρές καλοκαιρινές νύχτες του. Τα «Διαμερίσματα του Κήπου Μπρούκγουντ» είναι ένα τυπικό συγκρότημα κατοικιών του Μπέρλινγκτον. Πρόκειται για ένα καλαίσθητο μονώροφο κτίριο από γκρίζο τούβλο, το οποίο βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα ανατολικά του Κολεγίου Ήλον, μιας ιδιωτικής σχολής που κυριάρχησε στην πόλη μετά την παρακμή των υφαντουργείων. Μια από εκείνες τις καυτές νύχτες, τον Ιούλιο του 1984, η εικοσιδιάχρονη σπουδάστρια του Ήλον Τζέννιφερ Τόμσον κοιμόταν στο κρεβάτι της, όταν ένας άντρας πλησίασε κλεφτά την πίσω πόρτα του διαμερίσματος της. Ήταν τρεις το πρωί. Μέσα στον θόρυβο που έκανε το αιρ-κοντίσιον, ο άντρας έκοψε την τηλεφωνική γραμμή της Τόμσον, έσπασε τη λάμπα έξω από την πόρτα της και μπήκε στο σπίτι. Η φασαρία δεν ήταν αρκετή για να την ξυπνήσει, αλλά τα βήματα του άντρα μέσα στο διαμέρισμα τελικά το κατάφεραν. Άνοιξε τα μάτια της και διέκρινε τη φιγούρα ενός άντρα να την πλησιάζει απειλητικά μέσα στο σκοτάδι. Ο άντρας όρμησε αμέσως πάνω της, έβαλε ένα μαχαίρι στο λαιμό της και την απείλησε πως αν αντιστεκόταν θα τη σκότωνε. Στη συνέχεια, όσο ο εισβολέας τη βίαζε, εκείνη μελετούσε το πρόσωπό του με προσοχή για να μπορέσει να τον αναγνωρίσει αν επιζούσε.
Η Τόμσον έπεισε τελικά τον βιαστή να την αφήσει να ανάψει ένα φως και να του βάλει ένα ποτό, βρίσκοντας έτσι την ευκαιρία να το σκάσει γυμνή από την πίσω πόρτα. Χτύπησε με μανία την πόρτα του διπλανού διαμερίσματος, αλλά οι κοιμισμένοι γείτονες δεν την άκουσαν, σε αντίθεση με τον βιαστή που βγήκε έξω για να την κυνηγήσει. Η Τόμσον διέσχισε τρέχοντας το γρασίδι κατευθυνόμενη σε ένα πλινθόκτιστο σπίτι που είχε αναμμένο φως. Ο βιαστής παραιτήθηκε από την προσπάθεια και πήγε σε ένα άλλο κοντινό κτίριο, το διέρρηξε και αυτό και βίασε άλλη μία γυναίκα. Εντωμεταξύ η Τόμσον μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Μεμόριαλ, όπου οι αστυνομικοί της πήραν δείγματα από τρίχες και κολπικά υγρά. Στη συνέχεια την πήγαν στο αστυνομικό τμήμα, όπου η Τόμσον περιέγραψε το πρόσωπο του βιαστή για να το σχεδιάσει ο σκιτσογράφος της αστυνομίας.
Την επόμενη μέρα άρχισαν να καταφθάνουν στην αστυνομία διάφορες πληροφορίες. Μια από αυτές αφορούσε τον Ρόναλντ Κόττον, έναν εικοσιδιάχρονο που δούλευε σε ένα εστιατόριο κοντά στο διαμέρισμα της Τόμσον. Ο Κόττον είχε βεβαρημένο ποινικό μητρώο. Είχε ομολογήσει παλιότερα την ενοχή του για μια διάρρηξη, καθώς και για μια σεξουαλική επίθεση όταν ήταν έφηβος. Τρεις μέρες μετά το περιστατικό, ο αστυνομικός ντετέκτιβ Μάικ Γκώλντιν κάλεσε την Τόμσον στο αρχηγείο της αστυνομίας για να δει έξι φωτογραφίες, αραδιασμένες στη σειρά πάνω στο τραπέζι. Σύμφωνα με την αστυνομική αναφορά, η Τόμσον μελέτησε τις φωτογραφίες για πέντε λεπτά. «Θυμάμαι πως ένιωθα σχεδόν σαν να έδινα εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο», είπε εκείνη. Μια από τις φωτογραφίες ήταν του Κόττον, και η Τόμσον την ξεχώρισε. Λίγες μέρες μετά, ο Γκώλντιν κάλεσε την Τόμσον στην αστυνομία για να αναγνωρίσει τον ένοχο ανάμεσα σε πέντε άντρες που ήταν παραταγμένοι στη σειρά. Καθένας από τους πέντε έκανε ένα βήμα μπροστά, έλεγε μια φράση και μετά γυρνούσε στη θέση του. Αρχικά η Τόμσον αμφέβαλλε αν ο βιαστής ήταν το νούμερο τέσσερα ή το πέντε, αλλά κατέληξε στο πέντε, που ήταν και πάλι ο Κόττον. Όπως ανέφερε η Τόμσον, όταν της είπαν ότι ήταν ο ίδιος άντρας που είχε αναγνωρίσει από τις φωτογραφίες σκέφτηκε «Μπίνγκο, τα κατάφερα!». Στο δικαστήριο έδειξε με το δάχτυλό της τον Κόττον, αναγνωρίζοντάς τον και πάλι ως τον βιαστή της. Οι ένορκοι έβγαλαν την ετυμηγορία τους σε 40 λεπτά και το δικαστήριο καταδίκασε τον Κόττον σε ισόβια δεσμά συν 50 έτη. Η Τόμσον είπε ότι ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής της και τη γιόρτασε με σαμπάνια.
Η πρώτη ένδειξη ότι είχε γίνει κάποιο λάθος -πέρα από τη σταθερή άρνηση του κατηγορούμενου να δεχθεί την ενοχή του- προέκυψε όταν ο Κόττον, που δούλευε στην κουζίνα της φυλακής, γνώρισε έναν άντρα ονόματι Μπόμπυ Πουλ. Ο Πουλ έμοιαζε εμφανισιακά με τον Κόττον και κατ’ επέκταση με το πορτραίτο που είχαν σκιτσάρει στην αστυνομία βάσει της περιγραφής της Τόμσον. Επιπλέον, βρισκόταν στη φυλακή για το ίδιο έγκλημα, έναν βιασμό. Ο Κόττον τον προκάλεσε να μιλήσει για την υπόθεση Τόμσον, αλλά εκείνος αρνήθηκε κάθε σχέση. Ευτυχώς για τον Κόττον, ο Μπόμπυ Πουλ εκμυστηρεύθηκε σε έναν άλλο φυλακισμένο ότι είχε πράγματι βιάσει την Τόμσον και τη δεύτερη γυναίκα. Εντελώς κατά τύχη, ο Ρόναλντ Κόττον είχε πέσει πάνω στον πραγματικό βιαστή. Και χάρις σε όσα είχαν αποκαλυφθεί στη φυλακή, πέτυχε να εκδικαστεί η υπόθεσή του ξανά.
Στη δεύτερη δίκη, η Τζέννιφερ Τόμσον ρωτήθηκε και πάλι αν μπορούσε να αναγνωρίσει τον βιαστή. Εκείνη στάθηκε περίπου 5 μέτρα από τον Κόττον και τον Πουλ και τους κοίταξε προσεκτικά. Έπειτα έδειξε με το χέρι της τον Κόττον και επαναβεβαίωσε ότι εκείνος ήταν ο βιαστής της. Ο Πουλ έμοιαζε με τον Κόττον, αλλά οι εμπειρίες που είχε η Τόμσον μετά τον βιασμό -το γεγονός ότι η ίδια είχε αναγνωρίσει τον Κόττον πρώτα στη φωτογραφία, μετά στη σειρά των υπόπτων στην αστυνομία και τελικά στο δικαστήριο- είχαν σαν αποτέλεσμα στην ανάμνηση που είχε για εκείνο το βράδυ να χαραχτεί για πάντα το πρόσωπο του Κόττον. Και έτσι ο Κόττον, αντί να αποφυλακιστεί, βγήκε από τη δεύτερη δίκη με ακόμη βαρύτερη ποινή: δις ισόβια.
Πέρασαν άλλα επτά χρόνια. Από το έγκλημα που είχε γίνει πριν από μια δεκαετία έμεναν να σκονίζονται σε ένα ράφι του Αστυνομικού Τμήματος του Μπέρλινγκτον λίγα αποδεικτικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένου ενός τμήματος από ένα σπερματοζώαριο του θύτη. Εντωμεταξύ, μέσω της δίκης του Ο. Τζ. Σίμσον, με την κατηγορία του διπλού φόνου, είχε έρθει στην επικαιρότητα η νέα τεχνολογία του ελέγχου του DΝΑ. Ο Κόττον πίεσε τον δικηγόρο του να ζητήσει να εξεταστεί το τμήμα του σπερματοζωαρίου, και ο δικηγόρος του τελικά τα κατάφερε. Το αποτέλεσμα απέδειξε ότι ο βιαστής της Τζέννιφερ Τόμσον δεν ήταν ο Ρόναλντ Κόττον, αλλά ο Μπόμπυ Πουλ.
Στην υπόθεση Τόμσον το μόνο που ξέρουμε είναι ότι το θύμα δεν θυμόταν σωστά το πρόσωπο του θύτη. Δεν θα μάθουμε ποτέ με πόση ακρίβεια θυμόταν τις υπόλοιπες λεπτομέρειες της επίθεσης, διότι δεν υπάρχει καμία αντικειμενική καταγραφή του γεγονότος. Αλλά θα ήταν δύσκολο να φανταστούμε έναν μάρτυρα πιο αξιόπιστο από την Τζέννιφερ Τόμσον. Ήταν έξυπνη, είχε παραμείνει σχετικά ήρεμη στη διάρκεια της επίθεσης, είχε μελετήσει το πρόσωπο του επιτιθέμενου και είχε συγκεντρωθεί για να το εντυπώσει στη μνήμη της. Δεν γνώριζε από πριν τον Κόττον και δεν ήταν προκατειλημμένη εναντίον του. Και όμως, υπέδειξε τον λάθος άντρα. Αυτό πρέπει να μας ανησυχεί, γιατί αν η Τζέννιφερ Τόμσον έκανε λάθος στην αναγνώριση, ίσως πρέπει να δεχθούμε πως κανένας αυτόπτης μάρτυρας δεν μπορεί να αναγνωρίσει με αξιοπιστία έναν άγνωστό του που του έχει επιτεθεί. Πράγματι, υπάρχουν πολλά στοιχεία που υποδεικνύουν ότι έτσι έχουν τα πράγματα – ορισμένα μάλιστα προέρχονται από τους ίδιους ακριβώς ανθρώπους της αστυνομίας που οργανώνουν την αναγνώριση ενόχων με σειρές παραταγμένων υπόπτων, όπως εκείνη που είχε οδηγήσει στη σύλληψη του Κόττον.
Κάθε χρόνο πραγματοποιούνται γύρω στις 75.000 αναγνωρίσεις αυτού του τύπου, και οι στατιστικές δείχνουν ότι στο 20 με 25% των περιπτώσεων οι μάρτυρες κάνουν μια επιλογή που οι αστυνομικοί γνωρίζουν ότι δεν είναι σωστή. Το γνωρίζουν επειδή οι μάρτυρες επιλέγουν έναν από τους «γνωστούς αθώους» ή «συμπληρωματικούς» που έχει βάλει η ίδια η αστυνομία για να συμπληρώσει τη σειρά των υπόπτων. Οι δήθεν «ύποπτοι» είναι συνήθως αστυνομικοί ή τρόφιμοι της τοπικής φυλακής. Αν και οι ψευδείς αυτές αναγνωρίσεις δεν έχουν αρνητικές συνέπειες για κανέναν, εύκολα μπορεί κανείς να φανταστεί τις προεκτάσεις τους. Οι αστυνομικοί γνωρίζουν ότι στο ένα πέμπτο έως ένα τέταρτο των περιπτώσεων κάποιος μάρτυρας θα αναγνωρίσει ένα άτομο για το οποίο οι ίδιοι είναι βέβαιοι πως δεν διέπραξε το έγκλημα, αλλά όταν ο μάρτυρας υποδεικνύει ένα άτομο που είναι ο δικός τους ύποπτος, δέχονται -όπως και τα δικαστήρια- ότι η συγκεκριμένη αναγνώριση είναι αξιόπιστη. Όπως όμως μαρτυρούν οι παραπάνω στατιστικές, δεν είναι.
Μάλιστα, πειραματικές μελέτες στις οποίες κάποιοι εκτίθενται σε εικονικά εγκλήματα δείχνουν πως όταν ο πραγματικός δράστης δεν βρίσκεται στη σειρά των υπόπτων, στις περισσότερες από τις μισές περιπτώσεις οι αυτόπτες μάρτυρες κάνουν ακριβώς ό,τι έκανε και η Τζέννιφερ Τόμσον. Επιλέγουν κάποιον ούτως ή άλλως, διαλέγοντας το άτομο που ταιριάζει καλύτερα στην ανάμνηση που έχουν για τον εγκληματία. Όπως είναι επόμενο, η λάθος αναγνώριση από τους αυτόπτες μάρτυρες φαίνεται να είναι η κύρια αιτία άδικης καταδίκης. Για παράδειγμα, μια οργάνωση που ονομάζεται «Πρόγραμμα Αθωότητα» έχει διαπιστώσει ότι ανάμεσα σε εκατοντάδες περιπτώσεις ανθρώπων που αθωώθηκαν με βάση κάποιο τεστ DΝΑ μετά την καταδίκη τους, το 75% είχαν φυλακιστεί εξαιτίας ανακριβούς αναγνώρισης από αυτόπτες μάρτυρες.
Θα περίμενε κανείς ότι αυτά τα ευρήματα θα οδηγούσαν σε εκτενή αναθεώρηση της διαδικασίας και της χρήσης της αναγνώρισης από αυτόπτες μάρτυρες. Δυστυχώς, το νομικό σύστημα αντιστέκεται σθεναρά στις αλλαγές, ιδίως όταν είναι θεμελιώδεις – και άβολες. Το αποτέλεσμα είναι ότι μέχρι σήμερα ουσιαστικά αγνοούνται τόσο η σημασία όσο και η πιθανότητα ενός λάθους της μνήμης. Κατά καιρούς, βέβαια, η νομοθεσία αναγνωρίζει τυπικά ότι οι αυτόπτες μάρτυρες μπορεί να σφάλλουν, αλλά η αστυνομία εξακολουθεί να στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη διαδικασία της «σειράς υπόπτων», και μπορεί κανείς ακόμη να καταδικαστεί στο δικαστήριο με βάση μόνο την αναγνώρισή του από κάποιον άγνωστό του αυτόπτη μάρτυρα. Μάλιστα, οι δικαστές συχνά απαγορεύουν στους συνήγορους υπεράσπισης να επικαλεστούν επιστημονικές μαρτυρίες σχετικά με τα μειονεκτήματα της αναγνώρισης από αυτόπτες μάρτυρες. «Οι δικαστές λένε ότι οι ένορκοι δεν μπορούν να καταλάβουν τα επιστημονικά στοιχεία, άλλοτε επειδή είναι πολύ μπερδεμένα, αφηρημένα ή άσχετα και άλλοτε επειδή είναι υπεραπλουστευτικά», λέει ο Μπράντον Γκάρρετ, συγγραφέας του βιβλίου Convicting the Innocent («Καταδικάζοντας τους αθώους»).
Τα δικαστήρια φτάνουν στο σημείο να συμβουλεύουν τους ενόρκους που συσκέπτονται να μη χρησιμοποιούν τα γραπτά πρακτικά της δίκης για να ξαναθυμηθούν τις μαρτυρίες που είχαν ακούσει στη δικαστική αίθουσα. Η πολιτεία της Καλιφόρνιας, για παράδειγμα, συνιστά στους δικαστές να ενημερώνουν τους ενόρκους ότι «η μνήμη τους πρέπει να επικρατεί έναντι των γραπτών πρακτικών της δίκης». Οι δικηγόροι λένε πως υπάρχουν πρακτικοί λόγοι που υπαγορεύουν αυτή την πολιτική – παραδείγματος χάριν, ότι αν οι ένορκοι μελετούσαν εξονυχιστικά τα πρακτικά της δίκης οι συνεδριάσεις θα καθυστερούσαν υπερβολικά. Αυτό μου φαίνεται εξωφρενικό, σαν να λέμε ότι πρέπει να πιστέψουμε τη μαρτυρία ενός ανθρώπου για ένα περιστατικό αντί για μια βιντεοσκόπηση του ίδιου του περιστατικού. Σε άλλους τομείς της ζωής μας δεν θα δεχόμασταν ποτέ έναν παρόμοιο τρόπο σκέψης. Φανταστείτε τον Αμερικανικό Ιατρικό Σύλλογο να συμβουλεύει τους γιατρούς να μη βασίζονται στο καταγεγραμμένο ιστορικό των ασθενών τους. «Έχεις φύσημα στην καρδιά; Δεν θυμάμαι τίποτα τέτοιο, ας σου κόψω αυτό το φάρμακο».
Το διαβάσαμε και μας άρεσε στο antikleidi.com