Εκτός από τις Ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, δηλαδή τη Δυσλεξία και τη Δυσαριθμησία (διαταραχή του υπολογισμού), υπάρχουν και άλλες καταστάσεις που δυσκολεύουν το παιδί στην ανάπτυξή του και τη μάθηση στο σχολείο.
Αυτές δεν τις αποκαλούμε μεν Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες, όμως παίζουν καίριο ρόλο στην εμφάνιση μαθησιακών δυσκολιών στο παιδί! Οι σπουδαιότερες από αυτές είναι η Ειδική γλωσσική διαταραχή και η Ελλειμματική προσοχή (με ή χωρίς υπερκινητικότητα). Σήμερα θα ασχοληθούμε με την πρώτη από αυτές.
Στην Ελλάδα η Ειδική Γλωσσική Διαταραχή πολύ συχνά αναφέρεται με μια άλλη ονομασία, πιο παραδοσιακή: Αναπτυξιακή Δυσφασία. Όπου κι αν απαντάται ο ένας ή ο άλλος όρος, πρέπει να θυμόμαστε ότι είναι πρακτικά συνώνυμοι. Ο όρος «δυσφασία» θέλει να μας πει ότι το παιδί δυσκολεύεται να μιλήσει (βγαίνει από το ρήμα “φάσκω”). Ο όρος «γλωσσική διαταραχή» είναι όμως ο σωστότερος, γιατί δείχνει ότι το παιδί δεν έχει ευχέρεια με τη γλώσσα γενικότερα. Πράγματι, τα περισσότερα παιδιά που έχουν αυτή την αναπτυξιακή δυσκολία, βιώνουν δυσχέρειες τόσο στην έκφραση όσο και στην κατανόηση του προφορικού ή γραπτού λόγου.
Η ΕΓΔ (ειδική γλωσσική διαταραχή) εκδηλώνεται από πολύ νωρίς. Εκεί που περιμένουμε πως το παιδί θα πει τις πρώτες 1-2 συνειδητές λέξεις του γύρω στην ηλικία των 12 μηνών, ή όταν περιμένουμε να αναπτυχθεί ένα λεξιλόγιο 10-20 λέξεων μέχρι την ηλικία των 2 ετών και να εμφανιστούν φρασούλες 2-3 λέξεων, ή να εμφανιστούν σωστές προτάσεις περισσότερων λέξεων γύρω στα 3 χρόνια, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συμβαίνει «στην ώρα του», όλα αργοπορούν.
Το παιδί όμως βιώνει και άλλες, πιο κρυφές δυσκολίες, που οι γονείς δεν τις αντιλαμβάνονται ή δεν τις συνειδητοποιούν αμέσως. Οι κυριότερες από αυτές είναι δύο: δεν καταλαβαίνει όλα όσα του λένε και δεν απομνημονεύει καλά καινούργιες λέξεις. Το παιδί με δυσφασία σε γενικές γραμμές αντιλαμβάνεται τον λόγο, αλλά δεν καταλαβαίνει όλες τις λέξεις ή προτάσεις που του λένε, με αποτέλεσμα συχνά να διαπιστώνουμε ότι έχει καταλάβει κάπως λανθασμένα τι του είπαμε. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο εγκέφαλος χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να επεξεργαστεί τι άκουσε, γι’ αυτό οι άνθρωποι με δυσφασία καταλαβαίνουν πολύ καλύτερα όταν κάποιος τους μιλάει αργά, χωρίς ταχύτητα. Και όταν θέλει να εκφραστεί, το βλέπουμε συχνά είτε να προσπαθεί να θυμηθεί κάποια λέξη (και πολλές φορές τελικά δεν το καταφέρνει) είτε να προσπαθεί να μας εξηγήσει με άλλα λόγια τι θέλει να πει, είτε να διαλέγει απλές και εύκολες λέξεις για να εκφραστεί (μιλά δηλαδή όπως μιλούν παιδιά μικρότερης ηλικίας).Συχνά επίσης ξεχνούν καινούργιες λέξεις που άκουσαν ή που έπρεπε να μάθουν.
Άλλες συνοδευτικές δυσκολίες, που δεν είναι πάντα παρούσες, είναι λάθη γραμματικής που κάνει το παιδί όταν μιλάει («έχω δύο γιαγιές», «χτες έχουμε πάει στη θεία»), λάθη συντακτικού («τα παιδιά έκλαιγε», «ο λύκος ήταν μαύρο»), λάθη σημασίας (μπερδεύουν μεταξύ τους λέξεις με κοντινές σημασίες, όπως το ‘μακρύς’ με το ‘ψηλός’, το ‘έφαγα’ με το ‘έχω φάει’, ή δεν ξέρουν σωστά τη σημασία συνηθισμένων λέξεων). Συχνά καθυστερούν να «καθαρίσουν» την ομιλία τους, αργώντας να προφέρουν σωστά όλους τους φθόγγους (αυτός είναι ο κυριότερος λόγος που οι γονείς ζητούν λογοθεραπεία). Και συχνά αργούν να καταλάβουν τις χρονικές έννοιες (‘χτες’ και ‘αύριο’, ‘πριν’ και ‘μετά’).
Τα μεγαλύτερα παιδιά (μαθητές) στην αρχή δυσκολεύονται να καταλάβουν πώς ένα σύμφωνο και ένα φωνήεν κάνουν μια συλλαβή (αυτό το βλέπουμε και στη δυσλεξία), κι αυτό μπορεί να είναι μια αιτία να αργήσουν να μάθουν ανάγνωση ή να διαβάζουν για πολύ καιρό συλλαβιστά. Μέσα στα σχολικά βιβλία βρίσκουν πολλές λέξεις που δεν καταλαβαίνουν – και επειδή αυτές οι λέξεις είναι πολλές τα παιδιά δεν ρωτάνε κανέναν τι σημαίνουν όλες αυτές! Αυτό είναι μια σημαντική αιτία που οι γονείς συνήθως δεν γνωρίζουν πως το παιδί τους έχει πολλές άγνωστες λέξεις στο σχολείο. Επειδή δεν απομνημονεύουν εύκολα τη σημασία των λέξεων ή τις ίδιες τις λέξεις, δεν καταλαβαίνουν καλά τον δάσκαλο όταν τους εξηγεί κάτι δύσκολο ή αφηρημένο, π. χ. μαθηματικά ή γραμματική. Και δεν τους είναι εύκολο να απαντήσουν με το σωστό τρόπο, όταν ο δάσκαλος τα εξετάζει. Υπάρχουν παιδιά που παραπονιούνται ότι συχνά τα κοροϊδεύουν στην τάξη «γιατί λένε χαζομάρες». . . Πιο άσχημα τα πάνε με την ορολογία (λέξεις της γραμματικής, της ιστορίας, της βιολογίας) και τους ορισμούς (φιλολογικά, φυσική, χημεία κ. ά. ). Αυτό δεν οφείλεται στο ότι δεν είναι ικανά να σκεφτούν σε υψηλό και αφηρημένο επίπεδο, αλλά στο ότι ο λόγος, η γλώσσα δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να κατανοήσουν τη γνώση και να εκφράσουν ό,τι γνωρίζουν.
Ευνόητο είναι ότι και στην έκθεση φαίνεται η αδυναμία τους: ο δάσκαλος κάνει συνεχώς παρατηρήσεις για το φτωχό λεξιλόγιο, τις απλοϊκές εκφράσεις, τη συντομία των ιδεών. Για όλους τους παραπάνω λόγους τα παιδιά αυτά δυσκολεύονται να επιδείξουν μια σχολική επίδοση άνω του μετρίου. Και συνήθως κανείς δεν γνωρίζει την αληθινή αιτία γι’ αυτό. Κατά κανόνα στην ευρύτερη οικογένεια ενός παιδιού με ΕΓΔ υπάρχουν κι άλλα άτομα που είχαν παρόμοιες δυσκολίες από την παιδική τους ηλικία. Η δυσχέρεια με τη γλώσσα είναι ένα εγκεφαλικό χαρακτηριστικό, που ως ένα βαθμό κληρονομείται σε κάποιον από τους απογόνους. Και είναι συχνό: αφορά το 4-8% των ανθρώπων. Όπως και με άλλες ανθρώπινες αδυναμίες ή ατέλειες, καλούμαστε να βοηθήσουμε τα παιδιά να «γυμνάσουν» τις πιο αδύνατες ικανότητές τους, ώστε να βελτιωθούν. Ο λογοθεραπευτής πρέπει κατ’ αρχάς να αξιολογήσει κατά τομείς τη γλωσσική λειτουργία του παιδιού που εξετάζει και κατόπιν να δουλέψει μαζί του σε πολλαπλά επίπεδα, ανάλογα με τις ανάγκες της γλωσσικής εξέλιξης κάθε παιδιού: αρθρωτικό επίπεδο, φωνολογικό και μεταφωνολογικό, γραμματικο-συντακτικό και μεταγλωσσικό, λεξιλογικό και σημασιολογικό.
Εμείς το διαβάσαμε και μας άρεσε στο eidikidiapaidagogisi.blogspot.gr
Σύνδεσμοι σε αυτήν την ανάρτηση
Δημιουργία Συνδέσμου