Σχολική προσαρμογή είναι η επιτυχής ανταπόκριση των παιδιών στις ακαδημαϊκές, κοινωνικές, συναισθηματικές και συμπεριφορικές απαιτήσεις που θέτει το σχολείο.
«Προσαρμόζομαι» γενικά σημαίνει υπερνικώ τα εμπόδια και ικανοποιώ τις ανάγκες μου. Τα πιθανά αίτια της μη προσαρμογής έχουν να κάνουν με τρεις τομείς: α) τα ατομικά χαρακτηριστικά του παιδιού (επίπεδο γνωστικής, κοινωνικής και συναισθηματικής ανάπτυξής του και αυτοαντίληψης), β) τα χαρακτηριστικά του σχολείου, της τάξης και του δασκάλου και γ) τα χαρακτηριστικά της οικογένειας και το ρόλο των γονέων. Όταν τα παιδιά και οι έφηβοι δεν καταφέρνουν να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στις απαιτήσεις του περιβάλλοντός τους, εμφανίζουν «δυσκολίες προσαρμογής» (Καλαντζή-Azizi & Ζαφειροπούλου, 2005).
Συχνά, τα παιδιά δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στο σχολικό περιβάλλον, να ενταχθούν και να ενσωματωθούν σε αυτό. Παιδαγωγοί και ειδικοί ψυχικής υγείας ασχολούνται με τη διερεύνηση των παραγόντων που συντελούν στην ομαλή προσαρμογή του παιδιού, καθώς και με το χρόνο που συνήθως απαιτείται για την επίτευξή της.
Το παιδί δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στο σχολείο για πολλούς λόγους και η δυσκολία μπορεί να εκφράζεται με διάφορους τρόπους: Με αφηρημάδα και με άρνηση να πάει στο σχολείο, με άρνηση να μελετήσει τα μαθήματά του, με χαμηλή επίδοση, με γκρίνια και εκνευρισμό, με θυμό, με απόσυρση, με άγχος, με ανησυχία και έντονη κινητικότητα, αλλά κυρίως με έλλειψη κινήτρου και ενθουσιασμού για το σχολείο και τη μαθησιακή διαδικασία. Μπορεί επίσης η δυσκολία να εκδηλώνεται ακόμα και με επιθετική συμπεριφορά, με ενούρηση, με αποχή από το φαγητό και με δυσκολίες στον ύπνο. Είτε πρόκειται για προβλήματα εσωτερίκευσης είτε για προβλήματα εξωτερίκευσης (Achenbach, 1995), τα «συμπτώματα» είναι πραγματικά πολλά και ποικίλα και είναι γεγονός ότι κάθε παιδί αντιδρά με διαφορετικό τρόπο.
Πολύ συχνά τα παιδιά δεν εκφράζουν με λόγια τη δυσαρέσκειά τους. Μπορεί στο σπίτι να είναι νευρικά και ανήσυχα και για αυτό να ευθύνεται η κατάσταση μέσα στην τάξη, η προσωπικότητα και οι χειρισμοί του δασκάλου, οι συμμαθητές τους, ή τα δικά τους ειδικά χαρακτηριστικά, οι ικανότητες και οι δεξιότητές τους, που μπορεί να μην είναι αντίστοιχες των σχολικών απαιτήσεων. Ένα παιδί μπορεί να ενοχλείται από το πώς το αντιμετωπίζει ο δάσκαλος/η δασκάλα ή οι συμμαθητές του, ή να θεωρεί ότι οι απαιτήσεις της συγκεκριμένης τάξης είναι υπερβολικά πολλές για αυτό και να νιώθει ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει. Επειδή λοιπόν τα παιδιά δυσκολεύονται να εκφραστούν λεκτικά, είναι σημαντικό να βοηθηθούν από το γονιό, ο οποίος, μέσα από τη συζήτηση, θα αναγνωρίσει και θα λεκτικοποιήσει τα συναισθήματα του παιδιού του, ξεδιαλύνοντας παράλληλα πολλές απορίες σχετικά με το πώς βιώνει το παιδί του τη σχολική ζωή (Παππά, 2006, 2013).
Τα μικρά παιδιά, κατά την προσχολική ηλικία, συχνά βιώνουν έντονο άγχος από τον αποχωρισμό τους από τη μητέρα. Τα παιδιά που πηγαίνουν στην Α΄ Δημοτικού συχνά βλέπουμε ότι «αναβιώνουν» αυτό το άγχος αποχωρισμού με την έναρξη της φοίτησής τους στο Δημοτικό, όμως συνήθως το ξεπερνούν γρήγορα. Γενικά, τα μικρότερα παιδιά συνήθως δυσκολεύονται περισσότερο. Ωστόσο, κάθε νέα χρονιά σηματοδοτεί ένα νέο ξεκίνημα, οπότε τίθεται εκ νέου θέμα προσαρμογής, ανάλογα και με τις αλλαγές που έχουν συμβεί (νέος δάσκαλος/νέα δασκάλα, νέα τάξη, νέοι συμμαθητές, νέο σχολείο, νέα βιβλία κλπ.), με πιο σημαντικές τις φάσεις μετάβασης, δηλαδή τη μετάβαση από το Νηπιαγωγείο στο Δημοτικό και από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο, αργότερα. Επίσης, αξίζει να σημειώσουμε ότι, τα παιδιά που μπαίνουν στην ήβη, συχνά αντιμετωπίζουν θέματα προσαρμογής, λόγω και των συναισθηματικών αλλαγών της εφηβείας (Cole & Cole, 2002).
Ένα σύνηθες φαινόμενο, που φαίνεται να επηρεάζει την προσαρμογή του παιδιού στο σχολείο, είναι οι εξωσχολικές δραστηριότητες. Οι πολλές εξωσχολικές δραστηριότητες των σύγχρονων παιδιών δεν συντελούν στην αποτελεσματική προσαρμογή τους στο σχολείο (Χουρδάκη, 2000). Παιδιά και γονείς επιδίδονται σε έναν αγώνα δρόμου να προλάβουν να διεκπεραιώσουν όσο το δυνατόν περισσότερα πράγματα «μέχρι τελικής πτώσεως». Παιδιά κουρασμένα που συνεχώς τρέχουν να προλάβουν, πώς να χαρούν, πώς να ικανοποιήσουν τις πραγματική τους ανάγκη για μάθηση, για ανακάλυψη της γνώσης, αλλά και για παιχνίδι; Καλό είναι οι γονείς όχι μόνο να ωθούν τα παιδιά να επιδίδονται σε υπερβολικά πολλές δραστηριότητες, αλλά να τα βοηθούν να κάνουν επιλογές, ιεραρχώντας τις προτεραιότητές τους. Είναι εξαιρετικά σημαντικό για ένα παιδί να μπορεί να ασκεί το δικαίωμα της επιλογής!
Επιπλέον, συχνά το στρες των γονιών διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην προσαρμογή του παιδιού. Το στρες των γονιών σχετικά με την επίδοση, επηρεάζει αρνητικά και μόνο τα παιδιά. Τα παιδιά που δέχονται το άγχος των γονιών δεν κινητοποιούνται, αλλά αντίθετα αποθαρρύνονται και σταματούν την προσπάθεια. Δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν το σχολείο και τα μαθήματα ως δική τους υποχρέωση, και τα αντιμετωπίσουν ως υποχρέωση στην οποία πρέπει να ανταποκριθούν για χάρη των γονιών τους. Είναι σημαντικό να δίνεται στα παιδιά η δυνατότητα να πάρουν την ευθύνη τους.
Οι γονείς μπορούν να βοηθήσουν το παιδί τους πραγματικά, αν γνωρίζουν πραγματικά το σχολείο του παιδιού τους, αν θέλουν να μαθαίνουν πράγματα σχετικά με τη ζωή του σχολείου και δείχνουν ειλικρινές ενδιαφέρον, αν επιδιώκουν να έχουν καλή σχέση και αρμονική συνεργασία με τον εκπαιδευτικό, αν προσπαθούν να βρουν και να άρουν τα εμπόδια εκείνα που δυσκολεύουν την προσαρμογή του με όσο το δυνατό λιγότερο άγχος και με αρκετή διακριτικότητα και σεβασμό στην προσωπικότητα του παιδιού.
Είναι σημαντικό να διαθέτουν χρόνο για αλληλεπίδραση με το παιδί, για συζήτηση και επικοινωνία. Τα παιδιά έχουν ανάγκη να νιώθουν ότι τα λαμβάνουν υπόψη και ότι είναι σημαντικά για τους γονείς τους, ότι τα αποδέχονται όπως είναι και όχι έτσι όπως ενδεχομένως θα ήθελαν να είναι. Επομένως, η ερώτηση: «Πώς πέρασες στο σχολείο σήμερα;» είναι αρκετή να αποτελέσει το έναυσμα για συζήτηση και επικοινωνία, στο μέτρο, στο βαθμό και στο χρόνο που το παιδί επιθυμεί, χωρίς να νιώθει ότι «εξετάζεται» από τον μπαμπά του, ή τη μαμά του. Μέσα από τη συζήτηση αυτή, σιγά-σιγά θα ξεδιπλωθούν οι ανησυχίες και οι προβληματισμοί του, οι ανασφάλειες και οι δυσκολίες που βιώνει στο σπίτι ή το σχολείο (Παππά, 2008).
Ο γονιός μπορεί να βοηθηθεί από το δάσκαλο και ο δάσκαλος από το γονιό. Με τη συχνή επικοινωνία ενημερώνονται και ο μεν και ο δε για τα βήματα που γίνονται στο σπίτι ή το σχολείο, για τον τρόπο αντιμετώπισης που ακολουθείται και για τη βελτίωση που σημειώνει το παιδί. Εκπαιδευτικός και γονείς είναι σύμμαχοι και συνεργάτες. Συχνά, και μόνο το γεγονός ότι το παιδί γνωρίζει τη συνεργασία των γονιών του με το δάσκαλό του και βιώνει την εκτίμηση των μεν για τον δε, αποδεικνύεται ευεργετικό για την ομαλότερη προσαρμογή του.
Συνήθως, καθοριστικός είναι ο πρώτος ένας-ενάμισης μήνας. Πάνω-κάτω οι δάσκαλοι χρειάζονται ένα μήνα για να διαμορφώσουν μία πρώτη εικόνα για κάθε παιδί. Εξαρτάται βέβαια και από το είδος και το βαθμό της δυσκολίας. Αν η δυσκολία διαρκεί και δεν μειώνεται, χρειάζεται η παρέμβαση ειδικού, ή ειδικών. Βέβαια, καλύτερα είναι να υπάρχει μία σταθερή παρουσία ειδικού στο χώρο του σχολείου, ο οποίος καλό είναι να εστιάζει περισσότερο σε θέματα πρόληψης και όχι τόσο σε θέματα παρέμβασης και θεραπείας.
Η παρέμβαση ειδικού είναι αναγκαία σε συμπεριφορές που ανησυχούν για το βαθμό της εκδήλωσής τους και για τη διάρκειά τους. Οποιαδήποτε συμπεριφορά δυσκολεύει το ίδιο το παιδί ή/και προβληματίζει τους γονείς του, καλό είναι να αξιολογείται από έναν, ή από περισσότερους ειδικούς.
Καλό είναι και σε αυτόν τον τομέα οι γονείς να έχουν μέτρο. Χρειάζεται να δώσουν κάποιο χρόνο στο παιδί, ώστε «να αναμετρηθεί» με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, παρέχοντάς του, διακριτικά, βοήθεια και καθοδήγηση, όπου και όταν το χρειάζεται και το επιθυμεί. Με δυο λόγια, χρειάζεται να είναι διαθέσιμοι, χωρίς να άγχονται και – σε καμία περίπτωση – χωρίς να πανικοβάλλονται.
Καλή σχολική χρονιά, καλή νέα αρχή!
Πηγή: www.psychologynow.gr