Τα παιδιά με Σύνδρομο Down παρουσιάζουν σοβαρές ελλείψεις στο λόγο και αυτό επηρεάζει την επικοινωνία τους με άλλους ανθρώπους
Κώστας Μαντζίκος
Ειδικός Παιδαγωγός-Συγγραφέας
Γεωργία Καψογιώργου
Φοιτήτρια Ειδικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η ικανότητα του ανθρώπου για επικοινωνία και αλληλεπίδραση, οδηγεί τον άνθρωπο στην απόκτηση της γλώσσας, καθώς και στη σύναψη σχέσεων με άλλους ανθρώπους.
Μέσα από την Ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία, έχει αποδειχθεί ότι, τα παιδιά με νοητική καθυστέρηση εμφανίζουν ελλείμματα στην επικοινωνία, καθώς και στις κοινωνικές δεξιότητες και αν τα άτομα αυτά δεν εκπαιδευτούν, ώστε να αποκτήσουν αυτές τις βασικές δεξιότητες προκαλείται αυτόματα, η κοινωνική και η σχολική περιθωριοποίηση τους. Η εκπαίδευση των ατόμων με Σύνδρομο Down σε αυτές τις δύο δεξιότητες αποσκοπεί επίσης, και στη θεραπεία της συμπεριφοράς. Δηλαδή, μπορεί να βοηθήσουν τα άτομα αυτά, να αποκτήσουν την ικανότητα να ελέγχουν τη συμπεριφορά τους.
Στο άρθρο αυτό αναλύεται μέσα από την βιβλιογραφία και με βάση τη κριτική σύνθεση, η απόδοση του ορισμού του Συνδρόμου Down (ΣD), καθώς οι διαταραχές επικοινωνίας και λόγου που υπάρχουν στα άτομα, με το εν λόγω σύνδρομο.
ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΝΔΡΟΜΟΥ DOWN
Το σύνδρομο Down ανακαλύφθηκε το 1866 από τον γιατρό John Langdon Down από όπου πήρε και το όνομα. Λέγεται σύνδρομο γιατί συνοδεύεται εφ’ όρου ζωής και χαρακτηρίζεται από μια μεγάλη γκάμα σωματικών και νοητικών προβλημάτων, που συνθέτουν μια κλινική εικόνα, ώστε αυτό να αναγνωρίζεται εύκολα. (Πολυχρονοπούλου, 2010). Τα παιδιά με ΣD γεννιούνται με ένα επιπλέον χρωμόσωμα, στο 21ο ζεύγος και αυτό παίζει καθοριστικό ρόλο στην κληρονομικότητα. Έρευνες έχουν δείξει ότι παίζει καθοριστικό παράγοντα, στη γέννηση του παιδιού με ΣD, η μεγάλη ηλικία που έχουν οι γονείς. Πλέον, το σύνδρομο αυτό μπορεί να αναγνωριστεί μέσω του προγεννητικού ελέγχου, με δύο εξετάσεις, το Triple test και η αμνιοπαρακέντηση (Habib, 2011).
ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΥ ΣΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ DOWN
Σύμφωνα με την Αμερικάνικη Ψυχιατρική Ένωση (2000), τα παιδιά με νοητική καθυστέρηση εμφανίζουν προβλήματα στους τομείς της επικοινωνίας και των κοινωνικών σχέσεων. Η επικοινωνία συμπληρώνει το κομμάτι των κοινωνικών σχέσεων. Επομένως, χωρίς την ανάπτυξη της γλώσσας, δεν μπορεί να επιτευχθεί το κομμάτι των κοινωνικών σχέσεων. Φαίνεται πώς στο ΣD τα πιο συχνά προβλήματα επικοινωνίας και λόγου προέρχονται από τον φωνολογικό ή σημασιολογικό, συντακτικό, και πραγματολογικό επίπεδο (Chapman, Seung, Schwartz, & Kay Raining-Bird, 1998· Danielsson, Henry, Messer, Carney, & Rönnberg, 2016). Τα άτομα με ΣD εμφανίζουν αδυναμίες στο εκφραστικό λεξιλόγιο και στη γραμματική (Loveall, Channell, Phillips, Abbeduto, & Conners, 2016· Næss, Lyster, Hulme, & Melby-Lervåg, 2011).
H έρευνα των Lynch, Oller, Steffens, Levine, Bassinger και Umbel, (1995) έδειξε ότι, δεν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ της προγλωσσικής ανάπτυξης στα βρέφη με ΣD, σε σχέση με τα τυπικά αναπτυσσόμενα βρέφη. Επιπλέον, από ότι φάνηκε κατά τη διάρκεια της έρευνας, η μέση ηλικία έναρξης της κανονικής φλυαρίας ήταν 2 μήνες αργότερα για τα βρέφη με σύνδρομο Down, σε σύγκριση με τα τυπικώς αναπτυσσόμενα βρέφη. Σε μια έρευνα των Mundy, Kasari, Sigman, και Ruskin (1995), βρέθηκε ότι τα άτομα με σύνδρομο Down εμφανίζουν δυσκολίες, στο να ζητήσουν κάτι, αλλά εμφανίζουν ικανοποιητικές δεξιότητες, όσον άφορα το σχολιασμό (π.χ. μιας πρότασης)
Στην έρευνα των Rosin, Swift, Bless και Vetter (1988) φάνηκε ότι τα λάθη κατά την ομιλία είναι κοινά μεταξύ των παιδιών της προσχολικής ηλικίας και των μεγαλύτερων παιδιών με Σύνδρομο Down, με τις καθυστερήσεις που είναι χαρακτηριστικές των εξελικτικά νεότερων παιδιών, ενώ σφάλματα σε φθόγγους, καθώς και στις φωνολογικές διεργασίες είναι παρόμοια με τα μοτίβα σε νεότερα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά σε παρόμοια ψυχικά επίπεδα. Άλλες έρευνες (Bleile & Schwartz, 1984· Smith & Stoel-Gammon, 1983) έδειξαν ότι τα παιδιά με Σύνδρομο Down, χρησιμοποιούν φωνολογικές διαδικασίες ή ηχητικά μοτίβα, που είναι παρόμοια με εκείνα που χρησιμοποιούνται από τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά, παρόλα αυτά τερματίζουν τις διαδικασίες αυτές, με βραδύτερο ρυθμό. Από την άλλη πλευρά, οι Τζουριάδου και Κολούσια (1995) αντικρούουν αυτά τα αποτελέσματα βασιζόμενες στη θεωρία του Vygotsky η οποία μας λέει, ότι η γλωσσική ανάπτυξη βρίσκεται σε αναλογία με τη γνωστική και ότι ο λόγος των παιδιών πέρα από τις ποσοτικές έχει ποιοτικές διαφορές, σε σχέση το λόγο των παιδιών τυπικής ανάπτυξης. Σε μια συγκριτική μελέτη του Roberts και των συν. (2005) με δείγμα (Ν=50) αγόρια με το Σύνδρομο Εύθραυστου Χ χρωμοσώματος ηλικίας 3-14 ετών, (Ν=32) αγόρια με Σύνδρομο Down ηλικίας 4-13 ετών και (Ν=33) τυπικώς αναπτυσσόμενα παιδιά ηλικίας 2-6 ετών έδειξε, ότι τα παιδιά με Σύνδρομο Down καθυστέρησαν στην ανάπτυξη του λόγου τους και παρήγαγαν περισσότερους ήχους κατά λάθος, καθώς και φωνολογικές διαδικασίες και μερικά διαφορετικά πρότυπα σφάλματος από ό, τι τα νεότερα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά, στην ίδια την νοητική ηλικία, σε μία μεμονωμένη δοκιμή άρθρωσης της λέξης.
Η βλεμματική επαφή, οι κινήσεις της κεφαλής ή των χεριών μπορεί να έχουν επηρεαστεί στα άτομα με νοητική καθυστέρηση (Thomas &Woods, 2008). Όσον αφορά τη βλεμματική επαφή στα παιδιά με ΣD, οι Αλευριάδου και Γκιαούρη (2009), μέσα από τη διεθνή βιβλιογραφία υποστηρίζουν πώς αυτά τα παιδιά είναι ικανά να αναγνωρίσουν και να ερμηνεύσουν τις νοητικές καταστάσεις των άλλων (π.χ. από τις εκφράσεις των ματιών), στα πλαίσια των απλών έργων της Θεωρίας του Νου. Μερικές μελέτες (Caselli, Vicari, Longobardi, Lami, Pizzoli, & Stella, 1998· Singer-Harris, Bellugi, Bates, et al, 1997) έχουν δείξει ότι η χρήση χειρομορφών είναι μια σημαντική ικανότητα επικοινωνίας, στα παιδιά με Σύνδρομο Down, σε σύγκριση με τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά. Αυτό συμβαίνει επειδή τα παιδιά με ΣD δυσκολεύονται να αρθρώσουν λέξεις και να επικοινωνήσουν με τον εκπαιδευτικό και τους γονείς τους. Επομένως όταν θέλουν κάτι το δείχνουν με μερικά νοήματα-χειρομορφές. Από την άλλη πλευρά, έρευνες (Mundy et al, 1995· Yoder & Warren, 2004), έχουν δείξει ότι η επικοινωνία με νοήματα, στα παιδιά με ΣD και στα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά, διαφέρει σημαντικά. Οι Αλευριάδου και Γκιαούρη (2009), υποστηρίζουν ότι τα αγόρια με ΣD χρησιμοποιούν σχετικές με την ομιλία, χειρονομίες και κατάλληλες κινήσεις των χεριών και της κεφαλής, σε σχέση με τα άτομα με Σύνδρομο του Εύθραυστου Χ χρωμοσώματος του ίδιου φύλου.
Οι John και Mervis (2010), εξέτασαν την ικανότητα παιδιών προσχολικής ηλικίας με Σύνδρομο Williams-Beuren και Σύνδρομο Down για να συμπεράνουν την επικοινωνιακή πρόθεση όπως εκφράζεται μέσω των χειρονομιών (υπόδειξη και μετατόπιση βλέμματος). Στους συμμετέχοντες δόθηκε ένα επικοινωνιακό ή μη επικοινωνιακό στοιχείο το οποίο να περιλαμβάνει υπόδειξη η μετατόπιση του βλέμματος σε ένα πλαίσιο ενός παιχνιδιού κρυψίματος. Κάθε παιδί ολοκλήρωσε τέσσερις καταστάσεις όπως διαμορφώθηκαν από το Επικοινωνιακό Στυλ (επικοινωνιακός vs μη επικοινωνιακός) και τις χειρονομίες (υπόδειξη και μετατόπιση βλέμματος). Σε ομαδικό επίπεδο, τα παιδιά από τις δύο ομάδες εντόπισαν το παιχνίδι σημαντικά πιο συχνά από το να εντοπίσουν στην τύχη όπως ήταν το αναμενόμενο στην επικοινωνιακή κατάσταση, αλλά το εντόπισαν στην τύχη στη μη επικοινωνιακή κατάσταση. Τα παιδιά από τις 2 ομάδες ήταν πιο πιθανό να αντιληφθούν την επικοινωνιακή πρόθεση κατά την υπόδειξη παρά κατά τη μετατόπιση βλέμματος. Σε ατομικό επίπεδο, παρά τα σημαντικά χαμηλά επίπεδα αναπτυξιακού πηλίκου και γλώσσας, τα περισσότερα παιδιά με Σύνδρομο Down σε σχέση με τα παιδιά με Σύνδρομο Williams-Beuren χρησιμοποίησαν επιτυχώς τις επικοινωνιακές χειρονομίες του πειραματιστή. Σε ομαδικό επίπεδο, τα παιδιά προσχολικής ηλικίας με Σύνδρομο Down ή Σύνδρομο Williams-Beuren ήταν σε θέση να κατανοήσουν την επικοινωνιακή πρόθεση που εκφράστηκε από τις χειρονομίες υπόδειξης και μετατόπισης βλέμματος σε μια επιτραπέζια δοκιμασία. Τα παιδιά με Σύνδρομο Down έδειξαν ισχυρότερες πραγματικές δεξιότητες σε σχέση με τα παιδιά με Σύνδρομο Williams-Beuren, παρέχοντας περαιτέρω αποδείξεις ότι τα παιδιά με Σύνδρομο Williams-Beuren έχουν περισσότερη δυσκολία στην κοινωνική επικοινωνία από το αναμενόμενο σε σχέση με τη χρονολογική τους ηλικία ή γνωστική/γλωσσική ικανότητα.
Η έρευνα των Berglund, Erikson και Johansson (2001), έδειξε ότι τα παιδιά με ΣD παρουσιάζουν δυσκολία με τη παραγωγή γραμματικών μορφημάτων, σε σχέση με τα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά. Πρόσφατες έρευνες σχετικά με το συντακτικό κομμάτι (Boudreau & Chapman, 2000· Miles & Chapman, 2002), έχουν δείξει ότι οι έφηβοι με ΣD, όταν λένε ιστορίες με τη βοήθεια των εικόνων διηγούνται περισσότερα στοιχεία της ιστορίας, σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Σε αντίθεση έρχεται η έρευνα του Bird και των συν. (2004), οι οποίοι βρήκαν ότι, όταν οι ιστορίες παρουσιάστηκαν στα παιδιά αυτά με ακουστικό τρόπο, χωρίς καμία οπτική υποστήριξη, τότε τα παιδιά με ΣD ανακάλεσαν λιγότερες πληροφορίες.
Οι Channell, McDuffie, Bullard, και Abbeduto (2015), ερεύνησαν την αφηγηματική γλωσσική ικανότητα σε παιδιά και εφήβους με Σύνδρομο Down σε σύγκριση με εφήβους της ίδιας ηλικίας με Σύνδρομο Εύθραυστου Χ χρωμοσώματος και τυπικώς αναπτυσσόμενα παιδιά τα οποία συνοδεύονται από λεκτικά και γνωστικά επίπεδα ικανοτήτων. Οι συμμετέχοντες παρήγαγαν μια αφήγηση από ένα βιβλίο με εικόνες. Οι αφηγήσεις αναλύθηκαν στο μακροδομικό (δηλαδή την εσωτερική δομή του επεισοδίου) και το μικροδομικό επίπεδο (δηλαδή το ποσοστό χρήσης λέξης συγκεκριμένης κατηγορίας). Η Μέση Διάρκεια της Εκφώνησης (MLU) μια μικροδομικής μέτρησης της συντακτικής πολυπλοκότητας, χρησιμοποιήθηκε ως μεταβλητή ελέγχου. Οι συμμετέχοντες με Σύνδρομο Down παρήγαγαν λιγότερα στοιχεία επεισοδίων στις αφηγήσεις τους (δηλαδή οι αφηγήσεις τους δεν ήταν πλήρως συνειδητοποιημένες) σε σχέση με τους τυπικώς αναπτυσσόμενους συμμετέχοντες, αν και λήφθηκαν υπόψη οι διαφορές στην εκφώνηση για τις μακροδομικές διαφορές ανάμεσα στις ομάδες συμμετεχόντων. Σε μικροδομικό επίπεδο, οι συμμετέχοντες με Σύνδρομο Down έδειξαν λιγότερο ποσοστό χρήσης των λέξεων σε σχέση με τις ομάδες παιδιών με Εύθραυστου Χ χρωμοσώματος και τα τυπικώς αναπτυσσόμενα, ακόμα και μετά τον συνυπολογισμό της εκφώνησης.
Βέβαια, πολλά παιδιά με ΣD μπορεί να έχουν δυσκολίες εκφραστικής επικοινωνίας. Αρχικά, μπορεί τα παιδιά αυτά να έχουν προβλήματα στη κατανόηση του λόγου, όπως στην εκτέλεση των εντολών που δίνει ο ειδικός παιδαγωγός, ή ο λογοθεραπευτής, στις έννοιες, και στη σειροθέτηση. Αρκετές φορές είναι δυνατό να παρουσιάσουν και προβλήματα κατά την άρθρωση, λόγω της γλώσσας που προεξέχει και στη φώνηση.
Επίσης, υπάρχουν και τα πιο συχνά προβλήματα λόγου και επικοινωνίας, όπως προβλήματα στην προσωδία, δηλαδή, τα παιδιά δεν παρουσιάζουν αλλαγή στο ρυθμό, στο τόνο, και στο χρωματισμό της φωνής τους (Stojanovik, 2010). Αυτό το συχνό πρόβλημα λόγου ενδεχομένως να προκύπτει από τα αναπνευστικά προβλήματα, που μπορεί να αντιμετωπίζει αρκετές φορές το παιδί με ΣD. Από την άλλη πλευρά, οι Zampini, Fasolo, Spinelli, Zanchi, Suttora, και Salemi (2016) μελέτησαν τις προσωδιακές δεξιότητες σε (Ν=9) παιδιά με ΣD και σε (Ν=12) παιδιά τυπικής ανάπτυξης. Τα αποτελέσματα της έρευνας τους έδειξαν ότι τα παιδιά με ΣD ήταν σε θέση να ελέγξουν ορισμένες πτυχές της προσωδίας, σε εκφράσεις πολλών λέξεων. Σε μια έρευνα τους οι Reilly, Klima και Bellugi (1990), ανέφεραν ότι οι έφηβοι με Σύνδρομο Williams-Beuren, χρησιμοποιούν πολύ περισσότερο συναισθηματική εκφραστική προσωδία σε σύγκριση με τους εφήβους με Σύνδρομο Down, που ταίριαζαν στην νοητική ηλικία με τα άτομα με Σύνδρομο Williams-Beuren, και σε σύγκριση με δύο ομάδες τυπικώς αναπτυσσόμενων παιδιών. Οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η χρήση συναισθηματικής εκφραστικής προσωδίας από εφήβους με Σύνδρομο Williams-Beuren, ήταν μη φυσιολογική, καθώς χρησιμοποίησαν τα ίδια επίπεδα εκφραστικής προσωδίας, ανεξάρτητα από το πόσες φορές είπαν την ίδια ιστορία, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει με τα άτομα με το Σύνδρομο Down και με τα τυπικώς αναπτυσσόμενα παιδιά.
Η Τζουριάδου (1995), μετά από αξιολόγηση (Ν=16), εκπαιδεύσιμων παιδιών με σύνδρομο Down ηλικίας 6 έως 16 ετών, βρήκε ότι η πλειοψηφία του δείγματος (94%), παρουσίαζε φωνολογικά λάθη δυσαρθρικού τύπου, το λεξιλόγιό τους αν και ήταν πλούσιο σε όγκο, υπήρχαν όμως σοβαρές δυσκολίες στο μορφοσυντακτικό κομμάτι της γλώσσας, ο λόγος τους ήταν περιγραφικός και δε χρησιμοποιούνταν συχνά σύνδεσμοι, μόρια και άλλα λειτουργικά στοιχεία της γλώσσας, τα παιδιά παρουσίαζαν ατομικές διαφορές και ο λόγος τους ήταν δυσνόητος. Με τα ευρήματα αυτά συμφωνεί και η έρευνα των Andreou και Katsarou (2013), οι οποίες ήθελαν να δουν αν οι μορφοσυντακτικές ικανότητες των παιδιών με Σύνδρομο Down είναι φτωχότερες από τις ικανότητες των τυπικώς αναπτυσσόμενων παιδιών, λαμβάνοντας υπόψη ότι η έρευνα είναι εξαιρετικά «φτωχή» σε αυτό το πεδίο και ειδικά όσον αφορά την Ελληνική γλώσσα. Για το σκοπό αυτό, (Ν=10) παιδιά με Σύνδρομο Down και (Ν=10) τυπικώς αναπτυσσόμενα παιδιά αξιολογήθηκαν σε μια μορφοσυντακτική δοκιμασία ικανοτήτων 45 λεπτών. Τα αποτελέσματά τους συμφωνούν με την προηγούμενη έρευνα, αποδεικνύοντας ότι η εκφραστική και η δεκτική σύνταξη παρουσιάζουν καθυστέρηση και επηρεάζονται σοβαρά σε παιδιά με Σύνδρομο Down.
Ένα άλλο συχνό χαρακτηριστικό λόγου που ενδέχεται να παρουσιάσουν αυτά τα παιδιά είναι ο τραυλισμός (Harasym, & Langevin, 2012). Επιπλέον, λόγω της έντονης υποτονίας των μυών, τα παιδιά με ΣD είναι πολύ πιθανό να εμφανίσουν διαταραχές σίτισης-κατάποσης, ώστε να φτύνουν κατά τη διάρκεια του κολατσιού στο σχολείο, το φαγητό τους.
Λόγω αυτών των προβλημάτων που αναφέρθηκαν, φαίνεται να υπάρχει μεγάλη συσχέτιση, μεταξύ αυτισμού και ΣD, όσον αφορά τη δυσκολία να συλλέξουν αισθητηριακές πληροφορίες από το περιβάλλον και να τις κατηγοριοποιήσουν, αδυναμία να μάθουν σύνθετες γλωσσικές οδηγίες, έλλειψη συγκέντρωσης στα βασικά πράγματα παραβλέποντας τις λεπτομέρειες, και συχνά διακατέχονται από αισθήματα απροθυμίας να ξεκινήσουν μια δραστηριότητα (βλ. Πολυχρονοπούλου, 2010).
Επιπλέον, έχει βρεθεί μέσα από έρευνες (Chapman, & Hesketh, 2001· McDade & Adler, 1980· Næss, Lervåg, Lyster, & Hulme, 2015· Purser & Jarrold, 2005), ότι η βραχυπρόθεσμη μνήμη σχετίζεται με την νοητική καθυστέρηση. Επομένως, παιδιά με προβλήματα στη βραχυπρόθεσμη μνήμη, είναι δυνατό να εμφανίσουν γλωσσικές και προφορικές δυσκολίες, προβλήματα στην ανάκληση οδηγιών, δυσκολίες οπτικής εκμάθησης και στη διαχείριση σύνθετων προβλημάτων. Σε αντίθεση έρχεται η έρευνα των Cleland, Wood, Hardcastle, Wishart και Timmins (2010), που υποστηρίζουν ότι τα προβλήματα λόγου και επικοινωνίας δεν σχετίζονται με την νοητική καθυστέρηση. Αρκετοί ερευνητές (Brock & Jarrold, 2005· Jarrold, Baddeley, & Hewes, 2000), απέδειξαν ότι τα ελλείμματα στη βραχύχρονη μνήμη οφείλονται στη μειωμένη αποτελεσματικότητα, ή απουσία αυθόρμητης χρήσης μνημονικών στρατηγικών για την ανάκληση λεκτικών πληροφοριών, από το φωνολογικό κύκλωμα της εργαζόμενης μνήμης, διότι οι προφορικές πληροφορίες ”φυλάσσονται” στον αποθηκευτικό χώρο της φωνολογικής μνήμης. Με το εύρημα αυτό συμφωνούν αρκετές έρευνες (Jarrold et.al. 2000· Seung & Chapman, 2000), που υποστηρίζουν ότι, μια συγκεκριμένη βλάβη στη βραχύχρονη μνήμη αυτών των παιδιών, μπορεί να είναι μια από τις αιτίες της περιορισμένης γλωσσικής τους ανάπτυξης και ιδιαίτερα του λεξιλογίου τους. Μια κατάλληλη μέθοδος διδασκαλίας είναι η άμεση διδασκαλία, καθώς έχει αποδειχθεί ότι στοχεύει στην ανάπτυξη γνωστικών στρατηγικών και μέσα από τις δραστηριότητες επιτυγχάνεται η ενίσχυση της βραχύχρονης μνήμης, καθώς και της επιλεκτικής προσοχής, ώστε να μη διασπάται η προσοχή των παιδιών με ΣD.
Επομένως, καθίσταται δύσκολο λόγω αυτών, τα παιδιά να συγκρατήσουν μια καλή εργαζόμενη μνήμη (Dykens, Hodapp & Evans, 1994). Έτσι λοιπόν, σαν αποτέλεσμα αυτών μπορεί να παρουσιάσουν σημαντικές ελλείψεις στην ακρόαση, στην ομιλία, στην ανάγνωση, στη γραφή, και στην κατανόηση.
Οι Fortunato-Tavares, Furquim de Andrade, Befi-Lopes, Limongi, Fernades, και Schwartz (2015), εξέτασαν ένα συντακτικό έργο για τα κατηγορήματα και τις αυτοπαθείς αντωνυμίες, καθώς επίσης και την επίδραση της μνήμης εργασίας στην κατανόηση προτάσεων παιδιών με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή, Σύνδρομο Down, Υψηλής Λειτουργικότητας Αυτισμό και παιδιά με τυπική ανάπτυξη της γλώσσας. Πενήντα επτά (Ν=57) παιδιά (35 αγόρια και 22 κορίτσια) πραγματοποίησαν μια επιλογή εικόνας μέσω υπολογιστή σε μια δοκιμασία κατανόησης προτάσεων. Η σύνδεση κατηγορήματος και η ανάθεση αυτοπαθών αντωνυμιών (με τους χειρισμούς μνήμης εργασίας) διερευνήθηκαν. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα παιδιά με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή, Υψηλής Λειτουργικότητας Αυτισμό και Σύνδρομο Down έδειξαν τη χειρότερη γενική απόδοση σε σχέση με τα παιδιά με τυπική ανάπτυξη της γλώσσας. Τα παιδιά με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή έδειξαν παρόμοια απόδοση με τα παιδιά με Σύνδρομο Down και Υψηλής Λειτουργικότητας Αυτισμό μόνο όταν υπήρχαν υψηλές απαιτήσεις της μνήμης εργασίας. Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα παιδιά με Ειδική Γλωσσική Διαταραχή, Υψηλής Λειτουργικότητας Αυτισμό και Σύνδρομο Down διαφέρουν από τα παιδιά με τυπική ανάπτυξη της γλώσσας στην κατανόηση του κατηγορήματος και των αυτοπαθών αντωνυμιών όπου απαιτείται η γνώση συντακτικής ανάθεσης. Υπάρχουν πολλές μέθοδοι που θα μπορούσαν να ενισχύσουν αυτά τα ελλείμματα όπως: το παιχνίδι ρόλων, η μάθηση μέσω της μίμησης, η μίμηση προτύπου, και η ενίσχυση. Έρευνες (Jarrold, Nadel, & Vicari, 2008· Πολυχρονοπούλου, 2010) έχουν δείξει, ότι τα παιδιά με ΣD, έχουν σε ικανοποιητικό βαθμό καλή μακρόχρονη μνήμη και μπορούν να θυμούνται πρόσωπα, γεγονότα και στιγμές, που βιώσαν στο παρελθόν.
Από την άλλη πλευρά, οι Sanoudaki και Varlokosta (2014), εξέτασαν την κατανόηση των ισχυρών αντωνυμιών, των αυτοπαθών αντωνυμιών και των κλιτικών αντωνυμιών χρησιμοποιώντας μια δοκιμασία επιλογής εικόνας. Το δείγμα της έρευνας τους ήταν (Ν=7) Ελληνόφωνα παιδιά με Σύνδρομο Down και μια ομάδα ελέγχου με (Ν=14) τυπικώς αναπτυσσόμενα παιδιά. Τα δεδομένα αποκάλυψαν μια παρεκκλίνουσα κατανόηση της αντωνυμίας στα άτομα με Σύνδρομο Down σε σχέση με την ομάδα των τυπικώς αναπτυσσόμενων παιδιών. Τα παιδιά με Σύνδρομο Down αντιμετώπισαν προβλήματα στην ερμηνεία των αυτοπαθών αντωνυμιών σε σχέση με τα τυπικώς αναπτυσσόμενα παιδιά, ενώ η απόδοση των δύο ομάδων ήταν συγκρίσιμη σε όλες τις υπόλοιπες καταστάσεις.
Οι Price, Roberts, Vandergrift και Martin (2007), σε έρευνα τους μελέτησαν (Ν=35) αγόρια με Σύνδρομο Εύθραυστου Χ χρωμοσώματος χωρίς αυτισμό, (Ν=24) αγόρια με Σύνδρομο Εύθραυστου Χ χρωμοσώματος με το φάσμα του αυτισμού, (Ν=19) αγόρια με Σύνδρομο Εύθραυστου Χ χρωμοσώματος με αυτισμό, (Ν=45) αγόρια με Σύνδρομο Down και (Ν=40) αγόρια τυπικής ανάπτυξης που ήταν σε παρόμοια μη λεκτικά γνωστικά επίπεδα. Τα αποτελέσματα της μελέτης τους έδειξαν ότι το επίπεδο της γλωσσικής κατανόησης των παιδιών με Σύνδρομο Down ήταν χαμηλό σε σχέση με τα αγόρια με Σύνδρομο Εύθραυστου Χ χρωμοσώματος χωρίς αυτισμό και με τα αγόρια τυπικής ανάπτυξης.
Οι συνέπειες που μπορεί να υπάρχουν στη ψυχολογία από αυτά τα προβλήματα, αλλά και λόγω της αδυναμίας τους να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στις απαιτήσεις των γονιών και των εκπαιδευτικών τους είναι η απογοήτευση, η απροθυμία, η παθητικότητα για οποιαδήποτε δραστηριότητα και η ανάρμοστη συμπεριφορά (π.χ. πέταγμα αντικειμένων στο πάτωμα, ή στον εκπαιδευτικό, το κατέβασμα παντελονιού, κλπ).
Αξίζει να σημειωθεί, πώς η βελτίωση του ατόμου με ΣD, σε αυτούς τους τομείς μπορεί να επιτευχθεί και μέσα από τις ομαδικές δραστηριότητες, όπου μέσα από αυτές αναπτύσσεται η συνεργασία και η αλληλεπίδραση με τους υπόλοιπους μαθητές, καθώς επιτυγχάνεται και η ένταξη του στην ομάδα των συνομηλίκων του. Όπως υποστηρίζει η Δροσινού (2003), μέσω της συνεργασίας, ο μαθητής με νοητική καθυστέρηση, θα μπορέσει να αποκτήσει επίγνωση των δυνατοτήτων του και των αδυναμιών του, στη σχέση τους με τους άλλους, θα διαμορφώσει πρότυπα συμπεριφοράς και θα παρατηρήσει τους μη λεκτικούς τρόπους επικοινωνίας
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Σύμφωνα με τις παραπάνω έρευνες αποδεικνύεται ότι, όντως στα παιδιά με ΣD, παρουσιάζονται αρκετές δυσκολίες στην ανάπτυξη των επικοινωνιακών δεξιοτήτων. Ωστόσο δεν είναι λίγες οι έρευνες, που υποδηλώνουν πως σε κάποια από τα στάδια της ανάπτυξης του λόγου, φαίνεται να ταυτίζονται οι ικανότητες των τυπικά αναπτυσσόμενων παιδιών με τις ικανότητες των παιδιών με ΣD, ακόμα και αν αυτές εκδηλώνονται με βραδύτερο ρυθμό σε αυτά τα παιδιά. Με αυτή την άποψη συμφωνεί και ο Lenneberg (1967). Όπως φάνηκε σε αυτό το άρθρο, οι δυσκολίες στην ανάπτυξη των γλωσσικών δεξιοτήτων μπορεί να δημιουργήσουν διάφορα, συναισθηματικού τύπου, προβλήματα και έλλειψη κινήτρων, στα άτομα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην ανάπτυξη του λόγου. Ο εκπαιδευτικός θα πρέπει μέσα από τα ενδιαφέροντα των μαθητών, να παρέχει τα κατάλληλα κίνητρα για ενεργή συμμετοχή των μαθητών με ΣD, στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Συνεπώς, κρίνεται σημαντικό, η εκπαίδευση των παιδιών αυτών στην επικοινωνία, να ξεκινά από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και να συνεχίζεται ακόμη και όταν βρουν μια κατάλληλη δουλειά, που να ανταπεξέρχεται στις δυνατότητες τους. Επίσης, όπως αναφέρει ο Σούλης (2005), η εξάσκηση στις επικοινωνιακές δεξιότητες, σε παιδιά με νοητική καθυστέρηση, αποσκοπεί στο να δώσει τη δυνατότητα σε αυτά τα παιδιά, να αναπτύξουν αρκετούς τομείς όπως: το λεξιλόγιο τους, οι δεξιότητες κατανόησης, ακρόασης και ομιλίας με αποτέλεσμα να ανταποκρίνονται σε ικανοποιητικό βαθμό, σε διάφορα επικοινωνιακά πλαίσια.
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε πώς, οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί πρέπει να επενδύσουν πάνω στα ενδιαφέροντα και τις ικανότητες που έχουν τα παιδιά με ΣD και όχι στις αδυναμίες που παρουσιάζουν. Με αυτό τον τρόπο θα μπορέσουν τα ίδια τα παιδιά να αποκτήσουν κατάλληλες επικοινωνιακές δεξιότητες, που θα τους βοηθήσουν να κάνουν σταθερές σχέσεις, τόσο σε φιλικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο, στο μέλλον. Και τέλος, οι δεξιότητες επικοινωνίας και συνομιλίας, μπορουν να βοηθήσουν και στη κοινωνική ενσωμάτωση τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ