Παρατηρούμε όλο και πιο συχνά, σχεδόν σε όλο το δυτικό κόσμο ένα διάχυτο κλίμα νεολαγνείας που καλλιεργεί για τους νέους το μύθο μιας οντότητας σχεδόν αποκομμένης απ’ το κοινωνικό σύνολο.
Της Ευγενίας Σαρηγιαννίδη
Φαίνεται λοιπόν να καλλιεργείται στις συνειδήσεις των ατόμων νεαρής ηλικίας η ιδέα ότι η ταυτότητα τους χτίζεται σχεδόν αποκλειστικά και μόνο πάνω σε ιδιαιτερότητες και σε μια άκριτη, συχνά χωρίς ξεκάθαρο περιεχόμενο, διαφοροποίηση. Η διαφοροποίηση αυτή στην πλειοψηφία των περιπτώσεων συγκροτείται γύρω από καταναλωτικά πρότυπα που προβάλλονται από την αγορά και το κυρίαρχο marketing.
Ποιός είναι άραγε ο ρόλος του σχολείου ως προς τη διαμόρφωση αυτού του ιδεολογικού κλίματος; Η εκπαίδευση το ενισχύει, το καλλιεργεί ή μήπως επιχειρεί να το διαχειριστεί, ή ακόμα και να το ανατρέψει;
Μια προοπτική απάντησης στο ερώτημα αυτό συναντάμε στο βιβλίο της Natacha Polony, “Τα Χαμένα Παιδιά μας”, εκδ. Πόλις, Αθήνα: 2006. Η Polony μελετώντας το παράδειγμα της γαλλικής εκπαίδευσης κάνει παρατηρήσεις πολύ εύστοχες για την ελληνική κοινωνία και εκπαίδευση:
«Όπως λέει μια παροιμία, η νιότη είναι μια αρρώστια από την οποία θεραπευόμαστε καθημερινά. Αν σταματήσουμε τα φάρμακα, δεν μένουν και πολλές ελπίδες για ανάρρωση. Φάρμακα είναι οι γνώσεις, οι αξίες, οι αφηγήσεις, τα γεγονότα διαμεσολαβημένα από την καινούργια ανάγνωση που επιχειρεί η κάθε εποχή, είναι -ή ήταν- το περιεχόμενο της σχολικής παιδείας. Αλλά από τη στιγμή που σκεφτόμαστε ότι όλα αυτά δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον συγκριτικά με τον πηγαίο πλούτο της νιότης ,της γεμάτης ζωή και καταναλωτικές ορμές, τοτε δεν υπάρχει κανένας σοβαρός λόγος να συνεχίσουμε να μεταδίδουμε οτιδήποτε.
Κάποτε, ούτε καν ετίθετο ζήτημα: ζούσαμε σε έναν κοινό κόσμο. Η Εκκλησία, η οικογένεια, το κράτος και όλοι οι θεσμοί είχαν αναλάβει να παρέχουν τα κλειδιά που επέτρεπαν την ανάγνωση του κόσμου, την αίσθηση του ανήκειν σε μια ομάδα, σε μια κοινότητα και, μέσα από εκεί, σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. σ.104 […]
Το να ζητάμε από το σχολείο να εξασφαλίζει την κοινωνικοποίηση, να καλλιεργεί την κοινωνική αγωγή που άλλοτε μεταβιβαζόταν από την οικογένεια, να διδάσκει την οδική συμπεριφορά, την υγιεινή, την οικολογία, κι επιπλέον σήμερα να «δίνει νόημα»-η μεγάλη εμμονή όσων επικρίνουν την απομάγευση του κόσμου-, όλα αυτά είναι πρόσκρουση σε τοίχο. Το να ζητάμε από το σχολείο να αντικαταστήσει τους άλλους παράγοντες κοινωνικής συνοχής, ενώ ακόμα και στο ίδιο απαγορεύουμε να παίξει το ρόλο αυτού που ενώνει το έθνος, κι από πάνω να απαιτούμε πρακτική αποτελεσματικότητα, είναι μια ενέργεια καταδικασμένη σε αποτυχία. Σημαίνει, αν μη τι άλλο, ότι στερούμε από το θεσμό του σχολείου την εκπλήρωση της πρωταρχικής του λειτουργίας: να μεταδώσει γνώση η οποία θα επιτρέπει στους νέους να κατανοήσουν τον κόσμο που τους περιβάλλει, να συνειδητοποιήσουν το γεγονός ότι τον βλέπουν από μια ορισμένη οπτική γωνία, ανάλογα με τον συγκεκριμένο πολιτισμό και τη συγκεκριμένη εποχή, ώστε να μην παραμένουν φυλακισμένοι στην ταυτότητά τους και στους προσδιορισμούς τους. Το ότι το σχολείο βρίσκεται έτη φωτός μακριά από όλα αυτά, είναι το μόνο σίγουρο. Χωρίς να έχουν γνώση για ό,τι προηγήθηκε, οι περισσότεροι νέοι δέχονται τα δεδομένα της εποχής τους σαν αυταπόδεικτα και δεν κρατούν καμιά κριτική απόσταση από τις δικές τους αξίες. σ.106 […]
Αξιοσημείωτο παράδοξο: συχνά εν ονόματι ακριβώς του ανοίγματος στον άλλο και της ανεκτικότητας, απαγορεύσαμε στο σχολείο να γίνει όχημα μιας κληρονομιάς η οποία, αντιθέτως, μας εισάγει στις παγκόσμιες αξίες. σ.107 […]
Αποτέλεσμα: οι νέοι που είναι σήμερα παράγωγα αυτού του συστήματος αδυνατούν να βρουν τη θέση τους, να αντιληφθούν τον εαυτό τους μέσα στη διαδοχή των γενεών. Είναι ταυτόχρονα πρώτοι και τελευταίοι. Πριν από αυτούς, σκοτάδι. Μετά από αυτούς, το χάος. σ.108 […] »