16.6 C
Αθήνα
1 Δεκεμβρίου, 2024
Άρθρα

Έρευνα και Εκπαιδευτική Πολιτική

Μια πρώτη παρατήρηση που απορρέει από τη συζήτηση για τα πρότυπα, έχει να κάνει με το γεγονός ότι αυτή έγινε χωρίς να υπάρχουν σχετικά ερευνητικά δεδομένα.

Δημήτρης Θ. Ζάχος

Η πρόσφατη δημόσια συζήτηση για τα Πρότυπα – Πειραματικά Σχολεία, αλλά και η μεθόδευση της αντιμετώπισης του εκφοβισμού (Bullying) στα σχολεία, έφερε στην επιφάνεια μια σημαντική πλευρά του τρόπου με τον οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις που αφορούν στα θέματα της εκπαίδευσης -και όχι μόνον- στην Ελλάδα: Την απουσία σύνδεσης της εκπαιδευτικής πολιτικής με την έρευνα.

Μια πρώτη παρατήρηση που απορρέει από τη συζήτηση για τα πρότυπα, έχει να κάνει με το γεγονός ότι αυτή έγινε χωρίς να υπάρχουν σχετικά ερευνητικά δεδομένα. Η επιχειρηματολογία που χρησιμοποιήθηκε από όσους/ες «εκτέθηκαν» στη δημόσια σφαίρα στηρίχθηκε αποκλειστικά σε ιδεολογικές επιλογές, σε προσωπικές εκτιμήσεις και συμφέροντα, καθώς και σε πολιτικές στοχεύσεις. Έτσι, για παράδειγμα, το συμπέρασμα ότι «ο αριθμός των αιτήσεων που κατέθεσαν οι εκπαιδευτικοί για να ενταχθούν και να υπηρετήσουν επί πενταετή θητεία στα Πρότυπα Πειραματικά δείχνει ότι δεν φοβούνται την αξιολόγηση και επιθυμούν την άμιλλα», δεν έχει καμμιά σύνδεση με τις θέσεις αυτών των ανθρώπων, αφού σχετική έρευνα (εξ όσων γνωρίζω) δεν έχει γίνει.

Μια δεύτερη χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή της «αντιμετώπισης του σχολικού εκφοβισμού στα σχολεία». Για το ανοιχτό ως προς την οριοθέτησή του ζήτημα του Bullying δεν διαθέτουμε εκείνη την ποσότητα και την ποιότητα των ερευνητικών δεδομένων που θα δικαιολογούσε την αντίστοιχη κινητοποίηση (σχολικά δίκτυα, παρατηρητήρια, ομάδες εργασίας κα.). Δεν τα επικαλέστηκε και κανείς άλλωστε…

Οι δύο ανωτέρω περιπτώσεις είναι χαρακτηριστικές του τρόπου με τον οποίο λαμβάνονται μέτρα που αφορούν στην εκπαίδευση. Οι όποιες «μεταρρυθμίσεις» (και είναι πολλές τα τελευταία τριάντα χρόνια) επιχειρούνται σ’ όλες τις βαθμίδες του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, όχι μόνον δεν στηρίζονται σε ερευνητικά δεδομένα, αλλά και σε αρκετές περιπτώσεις έρχονται σε αντίθεση με εδραιωμένες θεωρίες και πρακτικές προσέγγισης των εκπαιδευτικών πραγμάτων.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της αλλαγής Αναλυτικών και ωρολογίων Προγραμμάτων: Η ταχύτητα εκπόνησης και εφαρμογής είναι τέτοια, που αναγκάζει τους/τις συγγραφείς να δημιουργήσουν τα νέα σχολικά βιβλία σε χρόνο ρεκόρ, αλλά και εξαφανίζει ή συμπιέζει την περίοδο δοκιμής (πιλοτική εφαρμογή) τους, κατά την οποία θα μπορούσαν να διαπιστωθούν και να διορθωθούν λάθη και αμέλειες.  

Τα όσα παρατέθηκαν παραπάνω δείχνουν την ανάγκη αναθεώρησης της σφιχτής και αποτρεπτικής για την έρευνα επίσημης πολιτικής που ακολουθείται εδώ και χρόνια από το ελληνικό κράτος. Όσοι και όσες έχουν ασχοληθεί με έρευνα στα σχολεία ή στις διοικητικές υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας, όπως και άλλων θεσμών, γνωρίζουν τις αργόσυρτες διαδικασίες και την αρνητική στάση που απορρέει από διατάξεις, διατάγματα και κανονισμούς. Γνωρίζουν ακόμη ότι αυτή η κουλτούρα της «άρνησης στην έρευνα» μεταφέρεται προς τα κάτω, παρότι στην προκειμένη περίπτωση είναι πολλοί/ές οι εκπαιδευτικοί που έχουν ερευνητική πείρα και παρέχουν αμέριστη αρωγή στους/στις ερευνητές/τριες.

Σαφώς και η έρευνα δεν είναι ουδέτερη και ο/η ερευνητής/τρια δεν παραμένει ανεπηρέαστος/η από τις ιδεολογικές και πολιτικές του/της επιρροές. Αποτελεί όμως μια καλή βάση για συζήτηση, αφού μπορεί να ασκηθεί κριτική τόσο για τον τρόπο που στήθηκε (μεθοδολογία), όσο και για τη διεξαγωγή και τα συμπεράσματά της. Το σημαντικό είναι ότι κάθε έρευνα παρέχει δεδομένα, τα οποία μπορεί να τύχουν και διαφορετικών αναγνώσεων, μπορεί δηλαδή να εξαχθούν και διαφορετικά –από αυτά όσων την εκπόνησαν- συμπεράσματα.

Είναι λοιπόν καιρός, η εκπαιδευτική πολιτική να πάψει να στηρίζεται σε ιδεολογήματα, σε δάνεια από το εξωτερικό και σε «οράματα» «φωτισμένων» προσώπων και να συνδεθεί με την έρευνα. Γι’ αυτό και επιβάλλεται να απλοποιηθούν, αλλά και να ελαχιστοποιηθούν χρονικά οι διαδικασίες που απαιτούνται για την έγκριση μιας έρευνας. Η αποκέντρωση της σχετικής αρμοδιότητας και η διευκόλυνση των ερευνητριών/ών – εφόσον τηρούν την δεοντολογία και ηθική – από σχολικές μονάδες, εκπαιδευτικούς, γονείς και κηδεμόνες και όσους/ες άλλους/ες εμπλέκονται στα της εκπαίδευσης είναι απαραίτητη για μια καλύτερη κοινωνία. Μια κοινωνία που θέλει να καλλιεργήσει ελεύθερους ανθρώπους, οι οποίοι θα είναι σε θέση να αξιολογούν την κάθε πληροφορία και προσέγγιση, ανθρώπους που δεν θα πέφτουν θύματα λαοπλάνων και δημοκόπων και θα σκέφτονται κριτικά.

* Ο Δημήτρης Θ. Ζάχος είναι λέκτορας Παιδαγωγικής στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ

Πηγή: http://tvxs.gr

Σχετικά άρθρα

Hikikomori, το σύνδρομο που δημιουργεί γενιές απομονωμένων ανθρώπων και πώς να το αναγνωρίσετε

Η άγνοια δεν είναι δύναμη: Τι μας λέει το 1984 του Τζορτζ Όργουελ για τις ψεύτικες ειδήσεις

Τόλμα να γνωρίζεις. Τι είναι ο Διαφωτισμός;

Οι κίνδυνοι της εθελοτυφλίας

Α. Δαρζέντας – Η βιολογία της βίας και επιθετικότητας

Η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση αποτελεί κατοχυρωμένο δικαίωμα των παιδιών

Αφήστε ένα σχόλιο